Τῃ 7ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρός ἡμῶν Σο­φί­ας τῆς νέ­ας τῆς ἐν Κλει­σού­ρᾳ († 1974).

 Τῃ 7ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρός ἡμῶν Σο­φί­ας τῆς νέ­ας τῆς ἐν Κλει­σού­ρᾳ († 1974).

Ἡ ἁ­γί­α Σο­φί­α τῆς Κλει­σού­ρας (1883-1974) εἶ­ναι μί­α ἁ­γί­α πού ἔ­ζη­σε ζω­ή με­τα­νοί­ας, προ­σευ­χῆς, ἀ­σκή­σε­ως καί σα­λό­τη­τας στό Μοναστήρι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Κλει­σού­ρας, τό ὁ­ποῖ­ο γι­ορ­τά­ζει στό Γε­νέ­σιο τῆς Πα­να­γί­ας (8 Σε­πτεμ­βρί­ου). Τό Μοναστήρι βρί­σκε­ται βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κά τῆς Κα­στο­ριᾶς, στό Νο­μό τῆς Κα­στο­ριᾶς καί πο­λύ κον­τά στό ση­μεῖ­ο, πού συ­ναν­τῶν­ται οἱ νο­μοί Κα­στο­ριᾶς, Φλω­ρί­νης καί Κο­ζά­νης. Βρί­σκε­ται σέ ὑ­ψό­με­τρο 970 μέ­τρα, κά­τω ἀ­πό τήν κοι­νό­τη­τα τῆς Κλει­σού­ρας καί ἀ­πέ­χει 35 χιλ.. Ἱ­δρύ­θη­κε πε­ρί­που στά 1314 ἀ­πό τόν Κλει­σου­ρι­ώ­τη ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Νε­ό­φυ­το καί ἀ­να­και­νί­στη­κε τό 1813 ἀ­πό τόν Κλει­σου­ρι­ώ­τη ἱ­ε­ρο­μό­να­χο τῆς Μο­νῆς Ἰ­βή­ρων τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄρους Ἡσα­ΐ­α Πί­στα με­τά ἀ­πό ὅ­ρα­μα τῆς Πα­να­γί­ας.

Ἡ Σο­φί­α γεν­νή­θη­κε τό 1883 στό χω­ριό Σα­ρῆ Πα­πά Ἐ­παρ­χί­ας Ἀρ­δά­σης, Τρι­πό­λε­ως Τρα­πε­ζούν­τας τοῦ Πόν­του. Τό 1907 εἴ­κο­σι τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν παν­τρεύ­θη­κε τόν Ἰ­ορ­δά­νη Χο­το­κου­ρί­δη ἀ­πό τό Το­γρούλ Ἀρ­δά­σης Πόν­του. Ἀ­πέ­κτη­σε καί ἕ­να τέ­κνο, τό ὁ­ποῖ­ο ὅ­μως με­τά ἀπό δύ­ο χρό­νια ­πέ­θα­νε. Στά δύ­σκο­λα χρό­νια, πού ἀ­κο­λού­θη­σαν τό 1914 μέ τήν κή­ρυ­ξι τοῦ Α΄ Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου, ἐ­πι­στρα­τεύ­θηκε ὁ ἄν­δρας της καί με­τά ἀ­πό κά­ποι­ο χρό­νο χά­θηκαν τά ἴ­χνη του.

 Ἔ­τσι ἡ Σο­φί­α, ὅ­πως ἡ ἁ­γί­α Ἄν­να ἡ προ­φῆτις (Λουκ. 2,36), ἔ­ζη­σε μό­λις 7 χρό­νια ἐγ­γά­μου ζω­ῆς (1907-1914), γιά νά ζή­ση τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή της «νη­στεί­αις καί δε­ή­σε­σι λα­τρεύ­ου­σα νύ­κτα καί ἡ­μέ­ραν» τόν Θε­ό.

Ἡ Σο­φί­α με­τά ἀ­πό λί­γο χά­θηκε καί αὐ­τή καί βρέθηκε ἀ­πό τούς συγ­γε­νεῖς της στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη με­τά τήν Μι­κρα­σι­α­τι­κή κα­τα­στρο­φή καί τόν ξερ­ρι­ζω­μό τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πό τίς ἀρ­χαῖ­ες ἑ­στί­ες τους. Ἐγ­κα­τα­στάθηκε μα­ζί μέ τούς συγ­γε­νεῖς της στό χω­ριό Ἀ­ναρ­ρά­χη τῆς Πτο­λε­μα­ΐ­δας. Τό 1925 θά προ­σπάθησε νά μεί­νη στό Μοναστήρι τοῦ ἁ­γί­ου Μάρ­κου Φλω­ρί­νης, ἀλ­λά κα­τά ἀ­πο­κά­λυ­ψι τῆς Πα­να­γί­ας, ἐπέστρεψε στήν Ἀ­ναρ­ρά­χη καί θά ἐγ­κα­τα­στάθηκε στό Μοναστήρι τῆς Κλει­σού­ρας τό 1927 στήν ἡ­λι­κί­α τῶν 44 ἐ­τῶν. Ἔ­κτο­τε γιά 47 χρό­νια, μέ­χρι τήν κοί­μη­σί της, τό 1974, ἔζησε φο­ρῶντας μαῦ­ρα ροῦ­χα καί τσεμ­πέ­ρι στό Μοναστήρι αὐ­τό. Ὅ­ταν κοι­μή­θη­κε ἦ­ταν 91 ἐ­τῶν. Ἔ­μοι­α­ζε μέ τήν ἁ­γί­α Ἄν­να τήν προ­φή­τι­δα, ὅ­πως προ­α­να­φέ­ρα­με, μέ τήν συγ­κύ­πτου­σα τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, λόγῳ κυρ­τώ­σε­ως τοῦ σώ­μα­τός της, καί μέ τήν Μα­ρί­α τήν Αἰ­γυ­πτί­α, λόγῳ τῆς ὑ­περ­βο­λι­κά ἀ­σκη­τι­κῆς βι­ο­τῆς της καί τῆς κα­τά συ­νέ­πεια κά­τι­σχνης καί κοκ­κα­λι­ά­ρι­κης ἐμ­φα­νίσεώς της.

Ἡ Σο­φί­α πολ­λές φο­ρές ζή­τη­σε νά γί­νη μο­να­χή, ἀλ­λά τό Μοναστήρι ἦ­ταν ἀν­δρι­κό καί ἔ­τσι αὐ­τό ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νά γί­νη. Πάν­τως ἔ­ζη­σε ἐ­κεῖ συ­νε­χῶς, ὑ­πῆρ­ξε ὁ μό­νι­μος φύ­λα­κας τοῦ μο­να­στη­ριοῦ καί οὐ­σι­α­στι­κά ὑ­πῆρ­ξε ἡ μό­νη μο­να­χι­κή πα­ρου­σί­α τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια. Ἡ πα­ρου­σί­α της καί ἡ ἐ­κεῖ βι­ο­τή καί οἱ προ­σευ­χές της συ­ντέ­λε­σαν στό νά ὑ­πάρ­χη ἕ­να σο­βα­ρό ἀν­τί­βα­ρο στήν ἐκ­κο­σμί­κευ­σι τοῦ μο­να­στη­ριοῦ καί προ­λεί­α­νε τό ἔ­δα­φος γιά τήν ἐγ­κα­τά­στα­σι 18 χρό­νια με­τά τό θά­να­τό της (1974-1992) τῆς γυ­ναι­κεί­ας συ­νο­δί­ας.

Ποι­ά ἡ ἀρ­χή τῆς πο­λι­τεί­ας, τοῦ τρό­που δη­λα­δή πού ἔ­ζη­σε καί ἔ­φθα­σε ἔ­τσι στήν ἁ­γι­ό­τη­τα ἡ Σο­φί­α; Εἶ­ναι τρί­α τρα­γι­κά καί ὀ­δυ­νη­ρά γε­γο­νό­τα, πού κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά δι­έ­λυ­σαν τήν προ­σω­πι­κό­τη­τα, τά ὄ­νει­ρα, τίς ἐλ­πί­δες της καί τήν γέ­μι­σαν πό­νο, ἀ­πελ­πι­σί­α, μα­ρά­ζι. Ὁ τρα­γι­κός θά­να­τος τοῦ παι­διοῦ της, τό φά­γα­νε γου­ρού­νια ἐ­νῷ αὐ­τοί θε­ρί­ζα­νε καί τό εἶ­χαν ἀ­φή­σει ἀ­φύ­λα­κτο στήν κού­νια του, ὁ ἑ­ξα­φα­νι­σμός τοῦ ἄν­δρα της μέ­σα στίς φο­βε­ρές συν­θῆ­κες, πού δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Α΄ Παγ­κό­σμιος Πό­λε­μος καί ἡ ἀ­ναγ­κα­στι­κή φυ­γή ἀ­πό τόν ἀ­λη­σμό­νη­το Πόν­το. Ἔ­χα­σε παι­δί, ἄν­δρα, πα­τρί­δα καί ἦρ­θε ὁ­λο­μό­να­χη στήν Ἑλ­λά­δα. Ἄν δέν ὑ­πῆρ­χαν αὐ­τά τά τρί­α γε­γο­νό­τα πι­θα­νόν ἡ Σο­φί­α νά μή ἔ­κα­νε τήν ἀ­πο­τα­γή της ἀ­πό τόν κό­σμο καί τήν κα­τά Θε­ό ἄ­σκη­σί της στόν βαθ­μό πού τήν ἔ­ζη­σε ἀρ­γό­τε­ρα.

Ὁ ἄν­θρω­πος, λέ­ει ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής, συ­νε­χῶς ἐ­πι­ζη­τεῖ τήν ἡ­δο­νή καί ἀ­πο­φεύ­γει μέ κά­θε τρό­πο τήν ὀ­δύ­νη. Καί ὅ­μως καμ­μί­α ση­μαί­α δέν κυ­μα­τί­ζει, ἄν δέν ὑ­πάρ­χη ἄ­νε­μος, καί κα­νέ­να ὄ­στρα­κο δέν δη­μι­ουρ­γεῖ μαρ­γα­ρι­τά­ρι, ἄν δέν μπῆ ἕ­νας κόκ­κος ἄμ­μου στά σω­θι­κά του, γιά νά τό βα­σα­νί­ζη καί νά τό ἀ­ναγ­κά­ση νά χύ­ση τήν οὐ­σί­α, πού θά δη­μι­ουρ­γή­ση τό μαρ­γα­ρι­τά­ρι.

Πο­τέ της δέν ἔ­τρω­γε κρέ­ας, ψά­ρια (ἐ­κτός ἀ­πό ὠ­ρι­σμέ­να πα­στά), τυ­ριά, αὐ­γά. Τῆς ἄ­ρε­σαν τά ἁλ­μυ­ρά, τό λά­χα­νο τουρ­σί, οἱ ἁλ­μυ­ρές πι­πε­ρι­ές. Τά ἀ­γρι­ό­χορ­τα, τά μα­νι­τά­ρια καί ὅ,τι ἄλ­λο μά­ζευ­ε ἀ­πό τό δά­σος καί τήν ἐ­ξο­χή τά ἔ­τρω­γε σκέ­τα μέ μπό­λι­κο ἁ­λά­τι. Ἔ­ζη­σε, ὅ­πως οἱ πα­λαι­οί ἀ­σκη­τές, ὅ­πως ὁ τί­μιος Πρό­δρο­μος.  Ἡ ἴ­δια πο­τέ της δέν μα­γεί­ρευ­σε. Μό­νο, ὅ­ταν πε­ρί­με­νε προ­σκυ­νη­τές, ἔ­βα­ζε ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες νά μα­γει­ρεύ­σουν. Σέ ὅ­λους τούς πε­ρα­στι­κούς ἔ­ψη­νε κα­φέ. Πολ­λές φο­ρές ἔ­τρω­γε μου­χλι­α­σμέ­να φα­γη­τά ἤ ἀ­πό σκεύ­η μπα­κι­ρέ­νια, πού εἶ­χαν πρα­σι­νί­σει ἤ στα­φύ­λια μέ μυρ­μήγ­κια καί σά­πι­ες ρό­γες, χω­ρίς νά πα­θαί­νη τί­πο­τα.

Κρε­βά­τι δέν γνώ­ρι­σε, σέ ἕ­να τζά­κι ἡ­μι­υ­παί­θριο, πού ἦ­ταν ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν κύ­ρια εἴ­σο­δο τῆς μο­νῆς, δί­πλα ἐ­κεῖ ξά­πλω­νε καί τό κορ­μί της τό σκέ­πα­ζε μέ φύλ­λα. Ὅ­ταν οἱ συν­θῆ­κες ἦ­ταν πο­λύ δύ­σκο­λες στό τζά­κι, πή­γαι­νε στό πά­νω πά­τω­μα στό κελ­λί μέ ἀ­ριθ­μό τό ἕ­να καί κεῖ ξά­πλω­νε πά­νω σέ φύλ­λα καί ἄ­χυ­ρα. Κά­τω ὅ­μως ἀ­πό τά ἄ­χυ­ρα εἶ­χε σου­βλε­ρές πέ­τρες. Τά ροῦ­χα της ἦ­ταν πάν­τα μαῦ­ρα, τριμ­μέ­να καί πα­λιά καί φο­ροῦ­σε συ­νε­χῶς καί μαῦ­ρο τσεμ­πέ­ρι. Ὅ­ταν κά­πο­τε τῆς πῆ­γαν και­νούρ­για ροῦ­χα, τά ἔ­πλυ­νε στίς βρύ­σες τῆς μο­νῆς καί τά κτύ­πη­σε μέ πέ­τρα, γιά νά τά ξε­θω­ριά­ση καί νά τά πα­λι­ώ­ση. Ἄλ­λες φο­ρές τά ἔ­δι­νε στούς φτω­χούς. Δεύ­τε­ρη ἀλ­λα­ξιά πο­τέ δέν εἶ­χε. Πολ­λές φο­ρές ξά­πλω­νε πά­νω στά φα­γη­τά, πού τίς φέρ­να­νε καί ἔ­τσι λε­ρω­νό­τα­νε. Ἀλ­λοί­μο­νο σέ ὅ­ποι­ον πή­γαι­νε νά τήν κα­θα­ρί­ση ἤ νά τά πε­τά­ξη. Ὅ­ταν φεύ­γα­ν οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες, τό­τε τά   ἔ­ρρι­χνε στίς ὄρ­νι­θες τῆς μο­νῆς.

Συ­νή­θως ἦ­ταν ξυ­πό­λυ­τη. Σπά­νια, ἄν τήν ἔ­βλε­πες μέ τί­πο­τα πα­λι­ο­πά­που­τσα ἤ πα­λι­ο­παν­τό­φλες. Μό­νο γιά νά πά­η στήν ἐκ­κλη­σί­α, φο­ροῦ­σε ξύ­λι­να τσό­κα­ρα ἤ παν­τό­φλες, συ­νή­θως κα­θα­ρές.

Τά μαλ­λιά της, γιά τά ὁ­ποῖα ἦ­ταν ὑ­πε­ρή­φα­νη καί τά πε­ρι­ποι­ό­ταν, ὅ­ταν ἡ ζω­ή κυ­λοῦ­σε ἥ­συ­χα, ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πό τόν Πόν­το ἀ­κό­μη, οὔ­τε τά ἔ­λου­σε οὔ­τε τά χτέ­νι­σε. Εἶ­χαν κα­τσιά­σει καί εἶ­χαν γί­νει σκλη­ρά σάν τήν οὐ­ρά τοῦ ἀ­λό­γου. Τό κε­φά­λι της ὅ­μως εὐ­ω­δί­α­ζε.

Θύ­μω­νε, ὅ­ταν ἄ­κου­γε νά βρί­ζουν τά θεῖα, ὅ­ταν πε­τοῦ­σαν ψω­μί, ὅ­ταν συμ­βού­λευ­ε γυ­ναῖ­κες ἄ­σχη­μα ντυ­μέ­νες καί ἐκεῖ­νες δέν δι­ορ­θώ­νον­ταν.

Τό 1919, ἐ­νῷ ἔρ­χε­ται στήν Ἑλ­λά­δα μέ τό κα­ρά­βι «Ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος» πιά­νει τρι­κυ­μί­α καί κιν­δύ­νε­ψαν νά βου­λιά­ξουν. Ἡ Πα­να­γί­α ἐμ­φα­νί­σθη­κε στήν Σο­φί­α καί τῆς εἶ­πε ὅ­τι «θά χα­θῆ ὁ κό­σμος, για­τί εἶ­στε πο­λύ ἁ­μαρ­τω­λοί». Καί ἡ Σο­φί­α τό­τε ἀ­πάν­τη­σε· «Πα­να­γί­α μου ἐ­γώ νά χα­θῶ, δι­ό­τι ἐ­γώ εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λή καί νά σω­θῆ ὁ κό­σμος». Κα­τέ­βα­σε μέ­σα στά κύ­μα­τα μί­α εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας καί ἡ φουρ­τού­να στα­μά­τη­σε.

Στίς 5 Ἀ­πρι­λί­ου 1944, Μ. Τε­τάρ­τη, ἀν­τάρ­τες τοῦ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ πού δροῦ­σαν στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Κλει­σού­ρας, μέ ἀρ­χη­γό τόν Σι­α­τι­στι­νό Ἀ­λέ­ξη Ρώ­σιο (Κα­πε­τάν Ὑ­ψη­λάν­τη), ἐ­πι­τί­θεν­ται σέ γερ­μα­νι­κή στρα­τι­ω­τι­κή φά­λαγ­γα στήν θέ­ση Ντα­οῦ­λι, ὅ­που σκο­τώ­νουν τρεῖς προ­πομ­πούς στρα­τι­ῶ­τες μο­το­συ­κλε­τι­στές.

Γερ­μα­νι­κές δυ­νά­μεις μέ δι­οι­κη­τή τόν Κάρλ Σύ­μερς (Karl Schumers), δι­οι­κη­τή τοῦ 7ου Συν­τάγ­μα­τος τῆς 4ης Τε­θω­ρα­κι­σμέ­νης Με­ραρ­χί­ας τῶν SS, μα­ζί μέ τόν Βούλ­γα­ρο Κάλ­τσεφ, κα­τα­φθά­νουν στήν κω­μό­πο­λι. Ὁ Σύ­μερς συγ­κεν­τρώ­νει τά γυ­ναι­κό­παι­δα καί τούς γέ­ρον­τες στήν πλα­τεῖ­α τοῦ χω­ριοῦ, χω­ρίς νά δεί­ξη τίς κα­κές του προ­θέ­σεις. Τό­τε μί­α ἄλ­λη ὁ­μά­δα στρα­τι­ω­τῶν, ὁρ­μά­ει μέ τά πο­λυ­βό­λα ὅ­πλα καί βάλ­λει κα­τά τῶν συγ­κεν­τρω­μέ­νων. Ἔ­πει­τα κα­τευ­θύ­νον­ται πρός τά σπί­τια, πα­ρα­βιά­ζουν τίς θύ­ρες τῶν σπι­τι­ῶν, βά­ζουν φω­τιά... 280 γυ­ναι­κό­παι­δα νε­κρά, 40 τραυ­μα­τί­ες, 150 σπί­τια καμ­μέ­να εἶ­ναι ὁ ἀ­πο­λο­γι­σμός τῆς ὑ­πο­θέ­σε­ως.

Οἱ Γερ­μα­νοί ἀ­μέ­σως με­τά κα­τευ­θύ­νον­ται πρός τό Μοναστήρι τῆς Πα­να­γί­ας. Ἔ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες, ὅ­τι ἐ­κεῖ κρύ­βον­ται ἀν­τάρ­τες. Ἑ­τοι­μά­ζον­ται νά κά­ψουν ὁ­λό­κλη­ρο τό Μοναστήρι. Νά μή μεί­νη τί­πο­τα. Ἡ Σο­φί­α, ἡ ὁ­ποί­α δέ­κα μέ­ρες πρίν γί­νη ἡ σφα­γή ἔ­λε­γε, ὅ­τι με­γά­λο κα­κό θά συμ­βῆ στό χω­ριό, τρέ­χει μα­ζί μέ τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας, πέ­φτει στά πό­δια τους καί τά φι­λᾶ, καί κλαί­γον­τας τούς πα­ρα­κα­λεῖ νά μή κά­νουν αὐ­τό πού σκε­πτό­ταν. Ἡ Πα­να­γί­α φώ­τι­σε τούς Γερ­μα­νούς καί ἐ­πέ­στρε­ψαν ἄ­πρα­κτοι. Τό ἄν δέν κλαῖ­με σή­με­ρα μέ τήν κα­τα­στρο­φή τῆς Κλει­σού­ρας καί τήν κα­τα­στρο­φή τῆς Μο­νῆς, αὐ­τό τό ὀ­φεί­λου­με στήν Σο­φί­α.

Κά­πο­τε ἀ­σθέ­νη­σε βα­ρειά. Δι­πλώ­θη­κε στή μέ­ση ἀ­πό τόν πό­νο. Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­να πρή­ξι­μο, πού αὐ­ξα­νό­ταν καί ἄρ­χι­σε νά σα­πί­ζη. Τήν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νά φω­νά­ξουν για­τρό. «Θά ρθῆ ἡ Πα­να­γί­α νά μέ πά­ρη τόν πό­νο. Μοῦ τό ὑ­πο­σχέ­θη­κε», ἔ­λε­γε. Καί ὄν­τως τό βρά­δι τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ μο­να­στη­ρί­ου, 8 Σε­πτεμ­βρί­ου, τήν ἐ­πι­σκέ­φθη­καν στόν ὕ­πνο της ἡ Πα­να­γί­α μέ τόν ἀρ­χάγ­γε­λο Γα­βρι­ήλ καί τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο καί τήν ἐγ­χεί­ρη­σαν. Ἡ οὐ­λή τῆς ἐγ­χει­ρή­σε­ως φαι­νό­τα­ν τίς ἑ­πό­με­νες ἡμέ­ρες.

Εἶ­χε καί μί­α ἀρ­κούδα ἡ Σο­φί­α καί τήν ἔ­τρε­φε μέ τό χέ­ρι της. «Ἔ­λα, Ρού­σα με, ἔ­λα νά τρώ­ης ψω­μό­πον», τῆς ἔ­λε­γε καί τό με­γα­λό­σω­μο θη­ρί­ο ἔ­παιρ­νε τήν τρο­φή, τῆς ἔ­γλυ­φε τά χέ­ρια καί τά πό­δια καί χα­νό­ταν στό δά­σος. Ἀ­κό­μη καί τά φί­δια δέν τήν πεί­ρα­ζαν.Ἦ­ταν ὅ­πως ὁ Ἀ­δάμ πρίν ἀπό τήν πτῶσι. Δίδασκε καί ἔλεγε: Τήν Κυ­ρια­κή μό­νο τίς ἀ­ναγ­καῖ­ες δου­λει­ές. «Μή κά­νης πίτ­τες τήν Κυ­ρια­κή», εἶ­πε σέ γυναίκα ἀ­πό τήν Πτο­λε­μα­ΐ­δα, πού τό συ­νή­θι­ζε. «Νά σκε­πά­ζε­τε, γιά νά σᾶς σκε­πά­ση καί ὁ Θε­ός. Κα­νείς δέν εἶ­ναι κα­λός, μό­νον ὁ Θε­ός. Νά κά­νε­τε πο­λλή ὑ­πο­μο­νή».

Σέ συμ­πα­τρι­ῶ­τες της ἀ­πό τήν Ἀ­ναρ­ρά­χη, πού ἦταν πο­λύ τσιγ­γού­νη­δες καί δέν δί­να­νε οὔ­τε στήν Ἐκ­κλη­σί­α οὔ­τε σέ ἄλ­λους καί πῆ­γαν νά ζη­τή­σουν βο­ή­θεια ἀ­πό τό Μοναστήρι, ὅ­ταν βρέ­θη­καν σέ ἀ­νάγ­κη, τούς ἀ­πάν­τη­σε παι­δα­γω­γι­κά· «Ἑ­σεῖς δέν δί­νε­τε στήν Πα­να­γί­α καί τώ­ρα ζη­τᾶ­τε νά σᾶς δώ­ση;».

Πο­λύ­τε­κνος, πάμ­πτω­χος οἰ­κο­γε­νειά­ρχης ἀ­ναγ­κά­σθη­κε νά ἀ­νοί­ξη τό παγ­κά­ρι τῆς μο­νῆς, ὑ­πο­σχό­με­νος στήν Πα­να­γί­α, ὅ­τι θά τά ἐ­πι­στρέ­ψη μό­λις μπο­ρέ­ση. Οἱ ἐ­πί­τρο­ποι ὅ­μως ἄρ­χι­σαν ἀ­να­κρί­σεις καί κά­ποι­ος συγ­χω­ρια­νός ἦ­ταν ἕ­τοι­μος νά ἀ­πο­κα­λύ­ψη τόν ἔ­νο­χο. Ὅ­ταν τό ἔ­μα­θε ἡ Σο­φί­α, ἦρ­θε ἀ­μέ­σως καί ἄρ­χι­σε νά τόν φω­νά­ζη· «Χά­σου ἀ­πό δῶ. Τόν φτω­χό τόν ἄν­θρω­πο κυ­νη­γᾶς; Δέν φο­βᾶ­σαι τόν Θε­ό καί τήν Πα­να­γί­α; Νά ση­κω­θῆς νά φύ­γης. Δέν σέ θέ­λει ἡ Πα­να­γί­α». Τί ρε­α­λι­στι­κή καί πραγ­μα­τι­κά ρι­ζο­σπα­στι­κή ἡ ἐν Χρι­στῷ  Ἰ­η­σοῦ δι­δα­σκα­λί­α!

Κοι­μή­θη­κε στίς 6 Μα­ΐ­ου 1974, τήν ἡ­μέ­ρα πού ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας γι­ορ­τά­ζει τόν πο­λύ­πα­θο καί πο­λύαθλο καί πα­νά­γιο Ἰ­ώβ. Τήν κη­δεί­α της τήν τέ­λε­σα­ν τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα, ἐ­κτός τοῦ ἡ­γου­μέ­νου, 16 ἱ­ε­ρεῖς, δύ­ο δι­ά­κο­νοι, ἕ­νας μο­να­χός, με­ρι­κές μο­να­χές καί πε­ρί­που 700 ἄ­το­μα.

Στή συ­νεί­δη­σι τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὑ­πῆρ­ξε ἁ­γί­α καί ὅ­ταν ζοῦ­σε καί με­τά τήν κοί­μη­σί της. Στίς 4 Ὀ­κτω­βρί­ου 2011 ἔ­γι­νε καί ἡ ἐ­πί­ση­μη ἁ­γι­ο­κα­τάτα­ξί της ἀ­πό τό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, με­τά ἀ­πό ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­του Κα­στο­ρί­ας κ. Σε­ρα­φείμ.

Πη­γές: Σοφία, ἡ ἀσκήτισσα τῆς Παναγίας, Ἱ. Μ. Κλεισούρας, 2012  www. pmeletios.com  



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης