Αὐτός ὁ Πατέρας μας ἀνάμεσα στούς Ἁγίους Δονᾶτος ἦταν Ἐπίσκοπος στήν πόλι, πού ὠνομαζόταν Εὔροια, ἡ ὁποία βρίσκεται στήν παλαιά Ἤπειρο, τῆς ὁποίας Μητρόπολις εἶναι τά Ἰωάννινα, στά χρόνια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, τό ἔτος 385. Ἔχει δέ χωριό ἡ πόλις τῆς Εὐροίας, πού ὀνομάζεται Σωρεία 168, στό ὁποῖο χωριό βρισκόταν μία βρύσις νεροῦ καί, ὅσοι ἤθελαν νά πιοῦν ἀπό αὐτήν, πέθαιναν μέ πικρό θάνατο. Ὅταν τό ἔμαθε αὐτό ὁ ἁγιώτατος αὐτός Δονᾶτος, πῆγε στήν βρύσι μαζί μέ τούς Ἱερεῖς καί τούς κληρικούς του καί, ἀμέσως μόλις ἔφθασε ἐκεῖ, ἔγινε μία βροντή καί μετά τήν βροντή βγῆκε ἀπό τήν πηγή ἕνας θανατηφόρος δράκος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πλησίασε κοντά στόν Ἅγιο, προσπαθοῦσε νά περιπλέξη μέ τήν οὐρά του τά πόδια τοῦ ὄνου, ἐπάνω στόν ὁποῖο καβαλίκευε ὁ μακάριος. Τότε ὁ Ἅγιος, μόλις γύρισε καί εἶδε τόν δράκοντα, πῆρε τό σχοινί, μέ τό ὁποῖο χτυποῦσε τόν ὄνο καί τό ἔβαλε ἐπάνω στήν ράχη τοῦ δράκοντα καί μέ αὐτό μόνο ἔκανε τόν δράκοντα νά πληγωθῆ θανατηφόρα. Ἔτσι ἐκεῖνος ἀμέσως ἔπεσε νεκρός. Ὤ τῆς μεγαλειότητος καί τῆς ἀνείπωτης φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ!,διότι στούς Ἁγίους πού τόν εὐχαριστοῦν, συνεργεῖ νά κάμνουν τέτοια ἔργα θαυμαστά καί παράδοξα!
Τότε λοιπόν, ἀφοῦ συγκέντρωσαν ξύλα οἱ Χριστιανοί θεατές τοῦ θαύματος αὐτοῦ, ἄναψαν φωτιά καί κατέκαψαν τό θηρίο. Κανένας ὅμως δέν τολμοῦσε ἀπό τόν φόβο νά πιῆ ἀπό τήν βρύση ἐκείνη νερό. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἔκανε προσευχή, εὐλόγησε τήν πηγή καί, πρῶτος αὐτός πίνοντας ἀπό τό νερό, εἶπε καί στούς ἄλλους καί ἤπιαν χωρίς φόβο. Καί ἀφοῦ ἤπιαν καί χόρτασαν, γύρισαν ἀβλαβεῖς στά ἴδια. Μόλις τά ἔμαθε αὐτά ὁ βασιλιάς Θεοδόσιος ὁ Μέγας, κάλεσε ὅλους τούς Ἐπισκόπους, πού βρίσκονταν σ’ ἐκεῖνα τά μέρη καί, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν, τούς ρωτοῦσε, ποιός ἀπό αὐτούς εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος Δονᾶτος, αὐτός πού μέ τό σχοινί θανάτωσε τόν δράκοντα, ὁ ὁποῖος μέ τήν προσευχή του ἔβγαλε νερό ἀπό τήν γῆ καί κατέβασε βροχή ἀπό τόν οὐρανό. Οἱ δέ Ἐπίσκοποι ἔδειξαν τόν Ἅγιο λέγοντας· “Aὐτός εἶναι, βασιλιά”. Τότε ὁ βασιλιάς τόν χαιρέτισε καί τόν πῆγε στήν βασίλισσα. Καί, ἀφοῦ ἔπεσαν κάτω καί οἱ δύο, ἔπιασαν τά πόδια του, παρακαλῶντας τον καί λέγοντας· «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, παρακινήσου καί λυπήσου μας, ἐπειδή ἔχουμε μία θυγατέρα μονογενῆ, ἡ ὁποία ἐνοχλεῖται ἀπό δαιμόνιο, γιά τό ὁποῖο εἴμαστε περίλυποι καί συντετριμμένοι στήν ψυχή. Ἄν τυχόν λοιπόν τήν γιατρεύσης, πάρε τό μισό τῆς προίκας της». Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε· «Ἄς φανερωθῆ ἡ κόρη, γιά νά τήν ἰδῶ»· καί αὐτοί ὡδήγησαν τόν Ἅγιο σ’ αὐτήν. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐπέπληξε ὁ μακάριος τόν δαίμονα, τόν ἔδιωξε ἀμέσως ἀπό τήν κόρη. Τότε ὁ βασιλιάς ἑτοίμαζε, γιά νά δώση σ’ αὐτόν ἐκεῖνα, πού τοῦ ὑποσχέθηκε. Ὁ Ἅγιος ὅμως δέν τά δέχθηκε αὐτά, ἀλλά βλέποντας τήν ἀγαθή τους γνώμη, ζήτησε νά τοῦ δοθῆ ἕνας τόπος κοντά στήν ἐπαρχία του, ὁ ὁποῖος ἦταν κατάλληλος, γιά νά χτισθῆ σ’ αὐτόν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖ-ος ἀποκαλεῖτο Ὀμφάλιος.
Ἔτσι ὁ βασιλιάς χάρισε τόν τόπο ἐκεῖνο στόν Ἅγιο μέ ἔγγραφο πρόσταγμα. Αὐτός ὁ Ἅγιος Δονᾶτος ἀνέστησε καί νεκρό, τόν ὁποῖο ἐμπόδιζε ἕνας δανειστής νά ἐνταφιασθῆ, ἄν τυχόν δέν πλήρωνε τά δανεικά χρήματα, πού τοῦ χρωστοῦσε. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ νεκρός συνωμίλησε μέ τόν δανειστή γιά τό ζητούμενο χρέος καί, ἀφοῦ ἔσκισαν τήν ὁμολογία τοῦ χρέους, τότε πάλι τόν πρόσταξε ὁ Ἅγιος νά κοιμηθῆ, ἕως ὅτου νά γίνη ἡ κοινή ἀνάστασις ὅλων τῶν νεκρῶν. Ὅταν δέ ὁ Ἅγιος βρισκόταν ἀκόμη στήν Κωνσταντινούπολι, ἔγινε ἀνομβρία καί ὁ οὐρανός φαινόταν καθαρός καί ἀνέφελος. Γι’ αὐτό παρακάλεσε ὁ βασιλιάς τόν Ἅγιο λέγοντας· «Τίμιε πάτερ, ἡ Πόλις ὅλη μέ ἐνοχλεῖ ἔντονα, φωνάζοντας δυνατά καί βεβαιώνοντας, ὅτι ἔλαβες χάρι καί δύναμι ἀπό τόν Θεό νά κατεβάζης βροχή ἀπό τόν οὐρανό. Ἐκπλήρωσε λοιπόν, σέ παρακαλῶ, καί αὐτό τό αἴτημά μου». Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ βγῆκε ἔξω ἀπό τήν Πόλι, προσευχήθηκε καί τόση πολλή βροχή ἔγινε μέσα καί ἔξω ἀπό τήν Πόλι καί στά τριγύρω χωριά, ὥστε ἡ βροχή ἐκείνη σχεδόν δέν διέφερε ἀπό τήν βροχή τοῦ κατακλυσμοῦ. Καί συλλογιζόταν ὁ βασιλιάς, πώς ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ βρισκόταν ἔξω, ἑπόμενο ἦταν νά βραχῆ ἀπό τήν πολλή βροχή καί κυρίως διότι εἶχε ἕνα καί μόνο ροῦχο. Μετά ἀπό λίγο ὅμως, ὅταν ἦλθε μέσα στήν Πόλι καί στά βασίλεια,ὤ τοῦ θαύματος!, βρέθηκε ὁ θαυμάσιος χωρίς νά ἔχη ἐπάνω του οὔτε τήν παραμικρή σταγόνα νεροῦ.
Γι’ αὐτό καί ἦταν ἀντικείμενο θαυμασμοῦ ἀπό ὅλους γι’ αὐτά τά θαύματα. Ὁ δέ βασιλιάς χαιρόταν καί εὐφραινόταν μέ τά λόγια τοῦ Ἁγίου. Ἔπειτα, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ἀρκετό χρυσάφι γιά νά οἰκοδομήση Ἐκκλησία καί κάποια ἄλλα κειμήλια, κατάλληλα γιά τόν καλλωπισμό τῆς Ἐκκλησίας, πού θά ἔκτιζε, τόν ἀπέστειλε στά ἴδια. Ἀφοῦ λοιπόν πῆγε στήν ἐπαρχία του καί ἔκτισε τόν Ναό, ἑτοίμασε καί τόν τάφο του καί ἔτσι, ἀφοῦ ἔφθασε σέ βαθιά γηρατειά, κοιμήθηκε ὁ πανύμνητος καί ἔφυγε πρός τόν Κύριο.