Τῇ 17ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τοῦ Ὁσίου καί θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Μακαρίου, ἐπισκόπου Κορίνθου.

Ὁ Ἅγιος Μακάριος (κατά κόσμον Μιχαήλ) γεννήθηκε τό 1731 στά Τρίκαλα τῆς Κορινθίας καί καταγόταν ἀπό τήν σπουδαία οἰκογένεια τῶν Νοταράδων. Ὁ πατέρας του Γεωργαντᾶς, πρόκριτος τῆς περιοχῆς Κορινθίας, ἀπέκτησε ἀπό τόν γάμο του μέ τήν ἐνάρετη Ἀναστασία ἐννιά παιδιά. Ἀνάδοχός του ἦταν ὁ τότε Μητροπολίτης καί Πρόεδρος Κορίν-θου Παρθένιος, ὁ ὁποῖος τόν ὠνόμασε Μιχαήλ. Ἀπό τόν Εὐστάθιο, δάσκαλο ἀπό τήν Κεφαλληνία, διδάχθηκε τά πρῶτα γράμματα στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας. Ἔδειξε τήν κλῆσι του πρός τά ἔργα τῆς εὐσέβειας καί τήν ἀγάπη του πρός τήν Ἐκκλησία ἀπό μικρός. Ὡς ἐπιστάτης τῶν οἰκογενειακῶν κτημάτων ἀπέτυχε, ἀφοῦ ὄχι μόνο δέν μποροῦσε νά εἰσπράξη τά ἐνοίκια ἀπό τούς χωρικούς, ἀλλά μοίραζε καί τά δικά τουστούς φτωχούς. Ὁ πατέρας του δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά γίνη μοναχός στήν Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, στήν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν, καί ἔτσι ἐπιδόθηκε στήν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καί πατερικῶν κειμένων.

Μετά τόν θάνατο τοῦ δασκάλουτου, τό 1764, ἀνέλαβε δωρεάν γιά ἕξιχρόνια νά διδάξη τούς μαθητές τῆς Κορίνθου. Αὐτό δημιούργησε τόν μεγάλο θαυμασμό καί τήν ἐκτίμησι τῶν συμπολιτῶν του μέ ἀποτέλεσμα τό1764 ὅλος ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς περιοχῆς νά ζητήση ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά τόν χειροτονήσηὡς ἐπίσκοπο Κορίνθου μετά τήν χη-ρεία τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου. Ὁ ἅγιος Μακάριος θεώρησε τήν ὁμόφωνη γνώμη κλήρου καί λαοῦ ὡς κλῆσι Θεοῦ καί δέχθηκε τό ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης σέ ἡλικία τριάντα τεσσάρων ἐτῶν. Κατά τήν χειροτονία του ὠνομάσθηκε Μακάριος. Ὡς ἀρχιερέας ἔκανε μεγάλο ἀναμορφωτικό ἔργο. Φρόντισε γιά τήν ἐπιμόρφωσι τοῦ κλήρου. Ἔπαυσε τούς ἀγράμματους ἤ ὑπέργηρους κληρικούς καί ὅσους εἶχαν ἀναμειχθῆ σέ πολιτικά ζητήματα. Πρόσεχε πολύτίς χειροτονίες του καί ἦταν πιστός τηρητής τῶν ἱερῶν κανόνων. Φρόντισε γιά τήν ἵδρυσι σχολείων καί γιά τό κήρυγμα τῆς μετανοίας στόν ἀκαλλιέργητο λαό τῆς ἐπαρχίας του.Τό ἔργο του διέκοψε ὁ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774) καί ἡ ἐξέγεγερσι τῶν Ἑλλήνων τῆς Πελοποννήσου. Λέγεται, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἔπεισε τόν πατέρα του νά ὑψώση τήν σημαία τῆς ἐπαναστάσεως στά Τρίκαλα τῆς Κορινθίας. Μετά τήν καταστολή τῆς ἐξεγέρσεως λόγῳ τῶν αἱματηρῶν ἀντιποίνων τῶν Τούρκων, κατέφυγε μέ τήν οἰκογένειά τουστήν ἀρχή στήν Ζάκυνθο, στήν ὁποία γιά τρία χρόνια δίδασκε τόν λαό,καί μετά στήν Ὕδρα. Ποτέ δέν ἐπέτρεψε στήν ἐπαρχία του. Ἀντικαταστάθηκε κατόπιν πιέσεων τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, χωρίς νά παραιτηθῆ, ἀπό νέο ἐπίσκοπο, πού ἀναγκάσθηκε νά διορίση τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἀπό τότε ὑπογράφει «ὁ ἀπό Κορίνθου Μακάριος».

Στήν Ὕδρα συνάντησε τόν μετέπειτα συνεργάτη του ἅγιο Νικόδημοτόν Ἁγιορείτη, τότε λαϊκό Νικόλαο, καί τόν «ἐξακουστό Σίλβεστρο τόν ἐρημίτη» μεγάλη ἀσκητική προσωπικότητα. Ἀπό τήν Ὕδρα πῆγε στήν Χίο καί μετά στό Ἅγιο Ὄρος, τό 1777. Ἔμεινε στό βατοπαιδινό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου κοντά στόν συντοπίτη του Γερο Δαβίδ. Ἐκεῖ ἔγινε ἡσημαντική συνάντησί του μέ τόν μοναχό τῆς Μονῆς Διονυσίου ἅγιο Νικόδημο, στόν ὁποῖο παρέδωσε χειρόγραφη τήν «Φιλοκαλία», γιά νά διορθώση τά σφάλματα, πού ὑπῆρχαν, νά ἑτοιμάση πρόλογο καί σύντομους βίους τῶν ἁγίων συγγραφέων τοῦ ἔργου. Τό περιεχόμενο τῆς «Φιλοκαλίας» τό ἀντέγραψε ἀπό χειρόγραφα ἁγιορειτικῶν βιβλιοθηκῶν «προπάντων ὅμως εἰς τήν βιβλιοθήκην τῆς ἐνδόξου καί μεγάλης μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου ἀνακάλυψε θησαυρόν, ἤτοι βιβλίον περί ἑνώσεως τοῦνοός μετά τοῦ Θεοῦ, συλλεχθέν εἰς ἀρχαίους χρόνους ὑπό μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν ἁγίων, καί ἕτερα περί προσευχῆς… », ὅπως γράφει σέ ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ. Τόν πυρῆνα τῆς Φιλοκαλίας πῆρε ὁ ἅγιος Μακάριος ἀπό τό Βατοπαιδινό Κώδικα 605 τοῦ 13ου αἰῶνα, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ καθηγητής κ. Ἀ. Ταχιάος. Ἡ «Φιλοκαλία» ἐκδόθηκε τό 1782, ἀποτέλεσε σταθμό στήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή καί δίκαια ὁ ἅγιος Μακάριος ‘ωνομάσθηκε Γενάρχης τοῦ φιλοκαλισμοῦ. Ἡ σχέσι τοῦ ἁγίου Μακαρίου μέ τήν μονή Βατοπαιδίου καλλιεργήθηκε μέσῳ τῆς σχολῆς τῆς Ἀθωνιάδος. Ὁ Σχολάρχης, μετέπειτα βιογράφος καί ἀκόλουθος τοῦ ἁγίου στήν Χίο, ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἔχει ὡς σύμβουλό του τόν πρώην Κορίνθου Μακάριο.

Ὁ ἅγιος Μακάριος ἔγινε ὁπνευματικός καθοδηγητής τῆς Σχολῆς. Στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Σκουρταίων ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν ἐνάρετο Γέροντα Παρθένιο.Τόν καιρό ἐκεῖνο ἡ Ἀθωνική πολιτεία συνταρασσόταν ἀπό τό κίνηματῶν κολλυβάδων, στό ὁποῖο παίρνει ἐνεργό μέρος ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἀφοῦ συμμετεῖχε στό ἀναγεννητικό καί ἀναμορφωτικό κίνημα τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων, μετέβει στήν Χίο καί μετά στήν Πάτμο, στήν ὁποία παρέμεινε στό Κάθισμα τῶν Ἁγίων Πάντων Κουμάνας περίπου δέκαχρόνια. Ἀφοῦ τακτοποίησε κληρονομικές του ὑποθέσεις στήν Ὕδρα καίτήν Κόρινθο, ἐπέστρεψε στήν Χίο, στήν ὁποία παρέμεινε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του (1790-1805) ἀσχολούμενος μέ ἄσκησι, μελέτη, συγγραφή καί διδασκαλία.Τό ταπεινό Κελλί του βρίσκεται στόναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, πού μετά τήν κοίμησί του εἶναι γνωστό μέ τό ὄνομα Ἅγιος Μακάριος καί ἔγινε «φροντιστήριο, θεραπευτήριο,διδακτήριο καί ἐξομολογητήριο πολλῶν εὐλαβῶν Χιωτῶν ἀλλά καί θύρα ἐλέους».

Μέ τό κήρυγμά του ὠφελοῦσετούς πάντας. Ὅπως γράφει ὁ βιογράφος του: «Πῶς ἦτον βολετόν νά μήν ὠφελοῦνται οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι πρῶτον μέν ἔβλεπον ἕνα Ἀρχιερέα Κορίνθου νά τούς διδάσκῃ μέ ἕνα σχῆμα ταπεινότατον, μέ ἐνδύματα πενιχρότατα, μέ ἕνα φαινόμενον εὐτελέστατον·κατ’ ἀλήθειαν, λέγω, τό καλυμμαύχι τῆς κεφαλῆς του ἄλλος κανένας δέν ἤθελε νά καταδεχθῇ νά φορέσῃ».Ὁ ἅγιος Μακάριος προετοίμαζε μέσα στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τοῦγένους χριστιανούς γιά τό μαρτύριο. Ἔγινε «ἀλείπτης», ἐμπνευστής, χειραγωγός, ἐξομολόγος τῶν νεομαρτύρων Πολυδώρου τοῦ Κυπρίου(+1794), Θεοδώρου Βυζαντίου (+1795), Δημητρίου τοῦ Πελοπονησίου(+1803), Μάρκου τοῦ Νέου (+1801) καί Ἀγγελῆ τοῦ Ἀργείου (+1813).Πλῆθος εἶναι τά ἔργα του, κυρίως ἁγιολογικά, προσωπικά ἤ σέ συνεργασία μέ τούς ἁγίους Νικόδημο Ἁγιορείτη καί Ἀθανάσιο Πάριο. Ἐνῷἑτοίμαζε τό βιβλίο του «Νέον Λειμωνάριον» ἀσθένησε ἀπό ἡμιπληγία καί παρέλυσε ἡ δεξιά του πλευρά. Παρέμεινε κατάκοιτος γιά ὀκτώ μῆνες προσευχόμενος συνεχῶς μέ πολλά δάκρυα, διότι, ὅπως ἔλεγε, δέν ἄρχισενά μετανοῆ, κοινωνοῦσε καθημερινά καί συμβούλευε, ὅσους ἔρχονταν νάπάρουν τήν εὐλογία του. Μετά τούς μεγάλους ἀγῶνες του κοιμήθηκε στίς 17 Ἀπριλίου 1805. Τάφηκε στήν νότια πλευρά τοῦ προαυλίου τοῦ ναοῦ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ὅπου βρίσκεται σήμερα ὁ τάφος του. Ἀνακομιδήτῶν τιμίων λειψάνων του ἔγινε τό 1808. Πλῆθος θαυματουργικῶν ἰάσεων ἀναφέρονται σέ πιστούς, πού ἀσπάζονται τά ἱερά του λείψανα. Οἱ κάτοικοι τῆς Χίου τόν τιμοῦσαν, ὅταν ζοῦσε ὡς ἅγιο, τιμή πού διαδόθηκε σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία.

Πηγές: Νέος Συναξαριστής…, Ἀπρίλιος, σελ. 158-161.Συναξαριστής…, Ἀπρίλιος, σελ. 183-192.Πιτσίλκα Ἀχιλλέως, Βίου Ἁγίων, Ἀπρίλιος, σελ. 146-155.vatopaidi.wordpress.com



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης