Τῷ αὐτῷ μηνί IΘ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Παφνουτίου τοῦ Ἱεροσολυμίτου129

Στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου καί τοῦ ἡγεμόνα τῆς Παμφυλίας τῆς Πέργης τοῦ καλουμένου Θεοδώρου, κατά τό ἔτος 140, ἔγινε συγκέντρωσις νέων εὐπαρουσίαστων καί ὡραίων Τηρώνων, δηλαδή νεοσύλλεκτων στρατιωτῶν. Τότε λοιπόν μαζί μέ πολλούς ἄλλους καί ὁ μακάριος αὐτός Θεόδωρος ὡδηγήθηκε στόν ἀναφερθέντα ἡγεμόνα καί, ἐπειδή οἱ Ἕλληνες σφράγισαν τούς ἄλλους νέους, πού συγκέντρωσαν, γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἔσχισε τήν σφραγίδα πού τοῦ ἔβαλαν, λέγοντας τά ἑξῆς· «Ἐγώ εἶμαι σφραγισμένος ἀπό τήν κοιλία τῆς μητέρας μου (δηλαδή ἀπό τότε πού γεννήθηκα ἀπό τήν κοιλία τῆς μητέρας μου) ἀπό τόν Βασιλιά μου Χριστόκαί κανενός ἄλλου βασιλιᾶ δέν γίνομαι στρατιώτης». Ὁ ἡγεμόνας τόν ρώτησε· «Καί σέ ποιόν βασιλιά ἔγινες στρατιώτης;». Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε· «Στόν βασιλιά, πού ἔκανε τόν οὐρανό καί τήν γῆ». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε· «Οὔτε στούς θεούς μας θυσιάζεις;». Καί ὁ Ἅγιος πρός αὐτόν ἀπάντησε· «Ἐγώ σέδαίμονες ἀκάθαρτους δέν θυσίασα ποτέ».Τότε πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νάτόν δείρουν· ἀφοῦ λοιπόν τόν ἔδειραν δυνατά, παρουσιάσθηκε γιά ἀνάκρισι, καί τοῦ λέει ὁ ἡγεμόνας· «Τοὐλάχιστον τώρα σωφρονίσθηκες, Θεόδωρε,γιά νά ἀπαντᾶς συνετά;». Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε· «Μακάρι καί ἐσύ, ἡγεμόνα, νά γνώριζες ἐκεῖνον, πού σέ ἔπλασε καί νά τόν προσκυνήσης».

Τότε ἁπλώνουν τόν Ἅγιο ἐπάνω σέ μία σκάρα, ἡ ὁποία κάηκε ὑπερβολικά καί ἐπάνω σ’ αὐτήν ἔρριξαν πίσσα καί θειάφι καί κερί. Καί οἱ μένστρατιῶτες αὐτά ἔκαμναν, ὁ δέ Θεός ἔκανε ἕνα μέγα καί ἐξαίσιο θαῦμα. Διότι ἐκείνη τήν ὥρα ἔγινε μία μεγάλη βοή καί μετά τήν βοή σχίσθηκε σέ δύομέρη ἡ γῆ ἐκείνη, ἐπάνω στήν ὁποία βρισκόταν ἡ σκάρα. Καί μετά τό σχίσιμο, ὤ τοῦ θαύματος! βγῆκε νερό, τό ὁποῖο καί τήν φωτιά ἔσβησε καί τήν σκάρα. Ὁ δέ Ἅγιος σηκώθηκε ἐπάνω ὅλος ὑγιής καί λέει στόν ἡγεμόνα· «Αὐτό τό θαῦμα, πού εἶδες ἀνθύπατε, δέν εἶναι ἔργο τῆς δικῆς μου δυνάμεως, ἀλλά τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μου, τόν ὁποῖο ἐγώ λατρεύω. Ἄν τυχόνλοιπόν θέλης καί ἐσύ νά γνωρίσης τήν δύναμι τῶν θεῶν σου, ἄναψε ἄλλη πυρκαϊά καί ἄς ἁπλωθῆ ἕνας στρατιώτης δικός σου ἐπάνω στήν σκάρα γιά τό ὄνομα τῶν θεῶν σου καί τότε θά γνωρίσης τήν ἀνίκητη δύναμι τοῦ Θεοῦ μου». Αὐτό εἶπε, καί ἀμέσως οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ διέκοψαν τόν λόγο, εἶπαν στόν ἡγεμόνα· «Μή κάνης ἔτσι, ἀφέντη, ἀλλά μᾶλλον βάλε ἐπάνω στήν σκάρα ἕναν ἱερέα τῶν θεῶν, διότι ἴσως νά τόν εἰσακούσουν οἱ θεοίὡς ἱερέα τους καί νά μή τόν ἀφήσουν νά βλαβῆ». Ὁ δέ ἄρχοντας, ὅταν τό ἄκουσε αὐτό, εἶπε· «Ἄς ἔλθη ἐδῶ ἱερέας»· καί ἀμέσως στάθηκε μπροστάτου ἕνας ἱερέας, πρός τόν ὁποῖο εἶπε ὁ ἡγεμόνας· «Πές μας, Διόσκορε, ποιάμαγεία μεταχειρίζονται οἱ Χριστιανοί ἐναντίον τῆς φωτιᾶς, τήν ὁποία καίαὐτός ὁ Θεόδωρος χρησιμοποίησε καί ἔμεινε ἀβλαβής;». Ὁ Διόσκορος εἶπε· «Οἱ Χριστιανοί δέν εἶναι μάγοι, μή γένοιτο!, ἀλλά σέ ὅποιον τόπο ἐκφωνηθῆ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κάθε μαγεία ἀπό ἐκεῖ ἀπομακρύνεται καί διαλύεται, ἐνῶ οἱ δαίμονες φοβοῦνται καί φεύγουν». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε· «Τό λοιπόν δυνατώτερος εἶναι ὁ Χριστός ἀπό τόν Δία;». Ὁ Διόσκορος ἀποκρίθηκε· «Ὁ Ζεύς εἶναι εἴδωλο κωφό καί ἀναίσθητο. Σέ παρακαλῶ λοιπόν μή μέ ἀναγκάσης νά ἁπλωθῶ ἐπάνω στήν σκάρα, ἀλλά, ἐάν θέλης νά γνωρίσης τήν δύναμι τοῦ Δία, ὁ ἴδιος καλλίτερα ἄς τοποθετηθῆ ἐπάνω στήν σκάρα». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε· «Καί ποιός τολμᾶ νά κάνη τέτοιο πρᾶγμα;». Ὁ Διόσκορος ἀποκρίθηκε· «Ἐγώ μέ τήν προσταγή σου νά τό κάνω. Καί ἐάν μέ τιμωρήση, πιστεύω σ’ αὐτόν, ὅτι ἔχει δύναμι». Ὁ ἡγεμόνας λέει· «Ἕως τώρα δέν ἤσουν ἱερέας; Καί γιατί λές τέτοια;». Ὁ Διόσκορος ἀπάντησε· «Γιά τήν ἔλλειψι τῆς γνώσεώς μου ἤμουν ἱερέας». Βλέποντας δέ τόν μακάριο Θεόδωρο, πού δέν κυριεύθηκε ἀπό τήν φωτιά, ἀλλά παρέμεινε ἀβλαβής, στερεώθηκα καί τώρα θέλω νά γίνω συστρατιώτης του». Τότε ὁἡγεμόνας λέει· «Ἐπειδή ἔτσι λές, ἀνέβα ἐπάνω στήν σκάρα». Τότε ὁ Διόσκορος ἔπεσε στά πόδια στόν Ἅγιο Θεόδωρο καί εἶπε· «Προσευχήσου γιάμένα, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». Καί ἀφοῦ προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος γι’ αὐτόν, ἁπλώθηκε ὁ Διόσκορος ἐπάνω στήν σκάρα καί, ἀφοῦ φώναξε δυνατά· «Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός Θεοδώρου, δέξαι τό πνεῦμα μου ἐν εἰρήνῃ», αὐτά μόλις εἶπε, παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ καίἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο. Ἀμέσως μετά, ἀφοῦ συνελήφθη ὁ Θεόδωρος, φυλακίσθηκε Καί τήν ἐρχόμενη ἡμέρα δέθηκε ἀπό τά πόδια, τό δέ σχοινί δέθηκε ἀπό μία ἅμαξα ἀλόγων καί τά μέν ἄλογα ἄτακτα καί ἄγρια σέρνοντας τήν ἅμαξα ἔπεσαν κάτω σέ γκρεμό καί συντρίφθηκαν. Ὁ δέ Ἅγιος Θεόδωρος, ἀφοῦ λύθηκε ἀπό τά δεσμά μέ ἀόρατη καί θεϊκή δύναμι, παρέμεινε ἀβλαβής καί γι’ αὐτό ἔκανε ὅλους νά τόν θαυμάσουν.

Ἀπό αὐτούς δέ, δύο στρατιῶτες, Σωκράτης καί Διονύσιος ὀνομαζόμενοι, οἱ ὁποῖοι  ἔδεσαν τόν Ἅγιο ἀπό τήν ἅμαξα τῶν ἀλόγων, ἰσχυρίζονταν, ὅτι εἶδαν ἕναθαῦμα ἐξαίσιο καί παράδοξο. Διότι ὅταν τά ἄγρια ἄλογα διώχνονταν ἀπό τούς στρατιῶτες, κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς ἕνα θέαμα φοβερό, τό ὁποῖο κατέπληττε κάθε νοῦ καί διάνοια. Δηλαδή κατέβηκε σάν μία ἅμαξαοὐράνια καί πύρινη, ἡ ὁποία ἔλυσε τόν Ἅγιο ἀπό τά δεσμά τῆς ἐπίγειας ἅ-μαξας, καί κατόπιν, σηκώθηκε ἐκείνη ὑψηλά καί ἔφερε τόν Ἅγιο ἀβλαβῆστό πραιτώριο, δηλαδή στό παλάτι. Εἴδαμε ἀκόμη καί τά ἄλογα, πού διώχνονταν ἀπό ἕναν ἀσυγκράτητα καί σπρώχνονταν κατ’ εὐθείαν στόν γκρεμό γιά νά συμποδισθοῦν καί νά κατα γκρεμισθοῦν. Ἔτσι, ὅταν οἱστρατιῶτες εἶδαν καί μαρτύρησαν αὐτά, μέ μεγάλη φωνή φώναξαν· «Μέγας εἶναι ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν» καί ἀμέσως πίστεψαν στόν Χριστό.Ὁ δέ ἡγεμόνας ἔβαλε αὐτούς μαζί καί τόν Ἅγιο Θεόδωρο στήν φυλακή καί προστάζει νά ἀναφθῆ ἕνα καμίνι γιά τρεῖς ἡμέρες. Ὅταν ἔγινε αὐτό, μπῆκε ὁ Ἅγιος μαζί μέ τούς στρατιῶτες μέσα στήν κάμινο. Ἐπειδήὅμως κατέβηκε δροσιά ἀπό τόν οὐρανό στήν κάμινο, τόσο ἀνενόχλητοι παρέμειναν οἱ Ἅγιοι ἀπό τήν φωτιά, ὥστε ἄρχισαν νά μιλοῦν, σάν νάἦταν μέσα σέ κάποιο νυφικό θάλαμο. Ἡ δέ ὁμιλία τους ἦταν γιά τήν Φιλίππα, τήν μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ἡ ὁποία πρίν ἀπό τρία χρόνια σκλαβώθηκε ἀπό τούς ἀλλόφυλους καί μεταφέρθηκε σέ ξένον τόπο μαζί μέ ἄλλους πολλούς Χριστιανούς.

Διηγεῖτο λοιπόν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος στούς συμμάρτυρές του τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο σκλαβώθηκε ἡ μητέρατου, καί ὅτι ἐπιθυμοῦσε νά τήν δῆ στήν παροῦσα ζωή. Καί ἀναβόησε· «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ τῶν θαυμασίων Θεός, δεῖξέ μου τήν μητέρα μου μέτούς τρόπους, πού ἐσύ γνωρίζεις, διότι δέν εἶναι τίποτε ἀδύνατο σ’ ἐσένα,γιά νά γνωρίσουν ὅλοι τά μεγαλεῖα σου». Αὐτή λοιπόν ἦταν ἡ συνομιλία, πού ἔκαμναν στήν κάμινο οἱ Ἅγιοι. Ἡ φλόγα ὅμως τῆς καμίνου, ἔσβησε ἐντελῶς καί γι’ αὐτό ἀποκοιμήθηκαν. Ἄγγελος ὅμως Κυρίου ἐμφανίσθηκε στόν Ἅγιο καί τοῦ λέει· «Μή λυπᾶσαι Θεόδωρε, νά, ἦλθε ἡ μητέρα σου». Ὁ Ἅγιος τότε, ἀφοῦ ξύπνησε, διηγεῖτο στούς συναθλητές του τό ὄνειρο πού εἶδε. Ἀκόμη δέν εἶχε τελειώσει ἡ διήγησις τοῦ ὁράματος καί, νά, ἡμητέρα τοῦ Ἁγίου Φιλίππα στάθηκε στό κέντρο τῆς καμίνου, ἡ ὁποία, βλέποντας τόν ποθητό της υἱό, αἰσθανθηκε ἀγαλλίασι καί καταφίλησε αὐτόνκαί τούς Μάρτυρες, πού ἦταν μαζί του. Ὅταν ἔμαθε ὁ Ἅγιος ἀπό τήν μητέρα του μέ ποιόν τρόπο καί ἀπό ποῦ ἦλθε, σήκωσε τά χέρια του στόν οὐρανό καί ἀνέπεμπε στόν Θεό τήν πρέπουσα εὐχαριστία. Τό δέ πρωί, ἀφοῦ σηκώθηκε ὁ ἡγεμόνας, νόμιζα, εἶπε, ὅτι οὔτε κόκκαλο δέν ἔμεινε ἀπό τόν Θεόδωρο καί τούς συντρόφους του, πού βάλθηκαν στήν κάμινο. Καί μαζί μέ τόν λόγο τοῦ ἡγεμόνα, νά, ἦλθε ἕνας στρατιώτης ἀπό τήν κάμινο καί λέει τά ἑξῆς στόν ἡγεμόνα· «Ὁ Θεόδωρος, μόλις ἐπικαλέσθηκε τόν Ἰησοῦ, μαράθηκε μέν ἡ φλόγα τῆς καμίνου, ἐνῶ ἡ μητέρα του, ἀφοῦ ἦλθε ξαφνικά ἀπό ξένον τόπο, μπῆκε στήν κάμινο. Ὁπότε καθήμενοι, συνομιλοῦν γιά τόν Θεό τους μέ τόση ἀνενοχλησία, σάν νά ἦτανμέσα σέ κάποιο νυφικό θάλαμο». Ὅταν ἄκουσε αὐτά ὁ ἡγεμόνας, ἔγινε ἐκτός ἑαυτοῦ καί, πηγαίνοντας ὁ ἴδιος στήν κάμινο, κάλεσε τήν μητέρα τοῦ Ἁγίου καί τῆς λέει· «Ἐσύ εἶσαι ἡ μητέρα τοῦ Θεοδώρου;». Ἡ Ἁγία ἀποκρίθηκε· «Ἐγώ εἶμαι».Ὁ ἡγεμόνας λέει· «Κάνε τόν υἱό σου νά θυσιάση στούς θεούς, γιά νά μή ἐξαφανισθῆ κακήν κακῶς καί σύ μείνης ἄτεκνη». Ἡ Ἁγία ἀποκρίθηκε· «Ὁ υἱός μου, ὅταν σταυρωθῆ ἀπό ἐσένα, τότε θά θυσιάση στόν Θεότου θυσία αἰνέσεως». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε· «Ἐπειδή ἐσύ βρῆκες τόν τρόποτοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ σου, αὐτός ὁ τρόπος ἄς γίνη καί στήν πρᾶξι» .Ἀμέσως λοιπόν πρόσταξε, ὁ μέν Ἅγιος Θεόδωρος νά σταυρωθῆ, οἱδέ ἄλλοι Μάρτυρες νά λογχευθοῦν μέσα στήν κάμινο.

Ἡ δέ Ἁγία Φιλίππα, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου νά ἀποκεφαλισθῆ. Καί ἔτσι ἡ μέν Ἁγία Φιλίππα ἀποκεφαλίσθηκε, οἱ δέ Ἅγιοι Μάρτυρες λογχεύθηκαν καί ἔλαβανοἱ μακάριοι τούς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Ὁ δέ Ἅγιος Θεόδωρος, ἀφοῦ καρφώθηκε στόν σταυρό, ἦταν κρεμασμένος σ’ αὐτόν τρεῖς ἡμέρες ζωντανός, καί μετά ἀπό αὐτά ἀπῆλθε πρός Κύριο. Τότε μερικοί Χριστιανοί, ἀφοῦ τύλιξαν τά λείψανα τῶν Μαρτύρων μέ μύρα καί σινδόνια, τά ἐνταφίασαν σέ ἐπίσημο τόπο.(Τόν ἀναλυτικό τους Βίο βλέπε στόν Ἐφραίμ. Ὁ δέ ἑλληνικός τουςΒίος βρίσκεται στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἰβήρων καί σέ ἄλλες, τοῦ ὁποίουἡ ἀρχή εἶναι· «Ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας)



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης