Τῷ αὐτῷ μηνί KΓ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγί¬οις Πατρός ἡμῶν Ἀμφλοχίου Ἐπισκόπου Ἰκονίου. Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἐπισκόπου τῆς Ἀκραγαντίνων Ἐκκλησίας. Διήγησις ὀπτασίας Ἰωάννου τινός, πάνυὠφέλιμος.

 Τῷ αὐ­τῷ μη­νί KΓ΄, μνή­μη τοῦ ἐν Ἁ­γί­οις Πα­τρός ἡ­μῶν Ἀμ­φι­λο­χί­ου   Ἐ­πι­σκό­που Ἰ­κο­νί­ου.

Στα­λείς Ἀμ­φι­λό­χι­ε νε­κρῶν ἀμ­φί­οις,

Λό­χους σκε­δά­ζεις καί νε­κρός νο­ου­μέ­νους.

Εἰ­κά­δι ἐν τρι­τά­τῃ θά­να­τος λά­βεν Ἀμ­φι­λό­χιον.

 Αὐτός ὁ Ἅ­γιος, ἀ­φοῦ ­πέ­ρα­σε κά­θε βαθ­μό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό καί ἔ­λαμ­ψε μέ ἄ­σκη­σι καί θεί­α γνῶ­σι, ­προ­χει­ρί­σθηκε Ἐ­πί­σκο­πος Ἰ­κο­νί­ου μέ τήν ἀπόφασι τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ κοι­νοῦ λα­οῦ, στά χρό­νια τοῦ Οὐ­α­λεν­τι­νια­νοῦ καί τοῦ Οὐ­ά­λεν­τος. Ἔ­φθα­σε δέ καί μέχρι τά χρό­νια τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου καί τῶν υἱ­ῶν του κατά τό ἔτος 374. Γενόμενος δι­δά­σκα­λος λοι­πόν τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως, γεν­ναῖα ἀν­τι­στά­θηκε ὁ ἀ­οί­δι­μος κα­τά τῆς αἱ­ρέ­σε­ως τοῦ Ἀ­ρεί­ου καί τοῦ Μα­κε­δο­νί­ου καί τοῦ Εὐ­νο­μί­ου. Καί ἀπό τήν αἰ­τί­α αὐτή πολ­λούς δι­ωγ­μούς καί θλί­ψεις ἀ­πό τούς ἀ­σε­βεῖς ὑ­πέ­μει­νε. Αὐτός  ἔ­γι­νε καί συ­να­γω­νι­στής τῶν ἑ­κα­τόν πενῆ­ν­τα Πα­τέ­ρων, πού συναθ-ροίσθηκαν στήν Δεύτερη Οἰ­κου­με­νι­κή Σύνοδο κα­τά τοῦ Μα­κε­δο­νί­ου τοῦ Πνευ­μα­το­μά­χου, ὄντας ἕνας ἀπό αὐτούς, κατά τό ἔτος 381. Ἀ­φοῦ δέ ὁ Μέ­γας Θε­ο­δό­σιος πα­ρέ­δωσε τήν ἐ­ξου­σί­α τῶν δυ­τι­κῶν με­ρῶν τῆς Εὐ­ρώ­πης στόν νέ­ο Οὐ­α­λεν­τι­νια­νό καί κα­τέστρεψε τόν τύ­ραν­νο Μά­ξι­μο, ­ξανα­γύ­ρι­σε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι.  Τό­τε ὁ μέ­γας αὐ­τός Ἀμ­φι­λό­χιος, πῆγε στόν βα­σι­λιά καί τόν πα­ρα­κα­λοῦσε νά δι­ώ­ξη τούς Ἀ­ρεια­νούς. Ἐ­πει­δή ὅμως αὐ­τός πα­ραι­τεῖ­το ἀ­πό αὐτό, γι’ αὐτό β­ρῆ­κε μί­α μη­χα­νή ὁ θαυ­μα­στός αὐ­τός Πα­τήρ, μέ­ τήν ὁ­ποί­α μπόρεσε νά κα­τα­πεί­ση τόν βα­σι­λιά.

Πη­γαί­νον­τας, δηλαδή, στά βα­σί­λεια, τόν μέν Θε­ο­δό­σιο ὡς βα­σι­λιά τόν ­χαι­ρέ­τι­σε, τόν δέ υἱ­ό του Ἀρ­κά­διο, τόν τό­τε δέ μόλις χει­ρο­το­νη­θέν­τα βα­σι­λιά, μέ κα­τώ­τε­ρο τρό­πο τόν ­χαι­ρέ­τι­σε­[1]. Τότε ὁ Θε­ο­δό­σιος ὠργι-σμένος γι’ αὐτό, ὠ­νό­μα­ζε ­δι­κή του ἀ­τι­μί­α τήν ἀ­τι­μί­α τοῦ υἱ­οῦ του.Τό­τε ὁ Ἅ­γιος σο­φώ­τα­τα φα­νε­ρώ­νει τό δρᾶ­μα καί λέ­ει· «Βλέ­πεις, βα­σι­λιά, ὅτι δέν ὑ­πο­φέ­ρεις τήν ἀ­τι­μί­α τοῦ υἱ­οῦ σου, ἀλ­λά ὀρ­γί­ζε­σαι; Πί­στευ­ε λοι­πόν, ὅ­τι καί ὁ Θε­ός καί Πα­τήρ, πα­ρόμοια ἀ­πο­στρέ­φε­ται καί μι­σεῖ ἐ­κεί­νους, πού βλα­σφη­μοῦν τόν Υἱ­ό του, καί λέ­νε, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι κα­τώ­τε­ρος ἀπό τόν Πα­τέρα». Τό­τε ἀφοῦ ἀν­τι­λή­φθη­κε τό πρᾶγ­μα ὁ βα­σι­λιάς, ἔ­γρα­ψε ἀ­μέ­σως νό­μο νά δι­ώ­κων­ται οἱ αἱ­ρε­τι­κοί μα­κριά ἀ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους. Αὐ­τός λοι­πόν ὁ ἀ­οί­δι­μος Ἀμ­φι­λό­χιος, γιά πολ­λά χρό­νια, ἀ­φοῦ ποί­μανε τό ποί­μνιο τοῦ Χρι­στοῦ καί σύν­τα­ξε λό­γους Ὀρ­θο­δό­ξους καί ἔ­φθα­σε σέ βα­θύ γῆ­ρας, «ἀ­νε­παύ­θη ἐν εἰ­ρή­νῃ». (Τόν ἀ­να­λυ­τι­κό Βί­ο του βλέ­πε στό Ἐ­κλό­γιο.  Τόν συ­νέ­γρα­ψε δέ αὐ­τόν ἑλ­λη­νι­κά ὁ Με­τα­φρα­στής, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Καί τί τῶν κα­λῶν ἔ­σται». Σώ­ζε­ται στήν τῶν Ἰ­βή­ρων καί σέ ἄλ­λες καί ί­δι­αί­τε­ρα στήν Λαύ­ρα).

Τῇ αὐ­τῇ ἡ­μέ­ρᾳ μνή­μη τοῦ ἐν Ἁ­γί­οις Πα­τρός ἡμῶν Γρη­γο­ρί­ου Ἐ­πι­σκό­που τῆς Ἀ­κρα­γαν­τί­νων Ἐκ­κλη­σί­ας.

 Ἐξ Ἀ­κρα­γάν­των πρός Θε­όν χω­ρεῖς Λό­γον,

Τόν ἄ­κρα γῆς κρί­νον­τα παμ­μά­καρ πά­τερ.

 Αὐτός ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰ­ου­στι­νια­νοῦ τοῦ δευ­τέ­ρου, ὁ ὁποῖος λεγόταν καί ρινότμητος, κατά τό ἔτος 685. Καταγόταν ἀ­πό τήν πό­λι Ἀ­κρά­γαν­τα, πού βρίσκεται στό νησί τῆς Σι­κε­λί­ας, υἱ­ός ὄντας γο­νέ­ων, πού λέγονταν Χα­ρί­τω­νας καί Θε­ο­δό­τη, πού ἦταν ἄνθρωποι εὐ­σε­βεῖς, στο­λι­σμέ­νοι μέ ὅ­λες τίς ἀ­ρε­τές καί ζοῦσαν μέ λίγα ἀ­γα­θά. Ὅ­ταν δέ ὁ Ἅ­γιος ἦ­ταν ὀ­κτώ ἐτῶν, παρα­δό­θηκε ἀ­πό τούς γονεῖς του στό νά μαθαί­νη τά ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα. Καί τό­σο σπου­δαῖ­ος καί ἄ­ο­κνος ἔ­γι­νε σ’ αὐ­τά, ὥ­στε ­θαυ­μα­ζόταν ἀ­πό ὅ­λους. Ὅταν ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν δεκαοκτώ ἐτῶν, ­δέχθηκε τήν σφραγίδα τοῦ κλη­ρι­κοῦ, δη­λα­δή ἔ­γι­νε Ἀ­να­γνώ­στης ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Πο­τα­μί­ω­να, ἐπειδή ἦταν πολύ κατάλληλος στήν ἀ­νά­γνω­σι ἐξ αἰτίας τῆς  κα­λο­φω­νί­ας ­πού εἶ­χε. Μί­α δέ νύ­κτα, τήν ὥρα πού κοιμόταν ὁ Ἅ­γιος αὐ­τός, μπρο­στά στήν κλί­νη τοῦ Ἀρ­χι­δι­α­κό­νου Δα­μια­νοῦ, ἀ­κού­ει φω­νή θεί­ου Ἀγ­γέ­λου, πού τόν κα­λοῦ­σε γιά τρίτη φορά, ὅπως καί τόν Προ­φή­τη Σα­μου­ήλ καί ἔλεγε· «Γρη­γό­ρι­ε, εἰ­σα­κού­σθηκε ἡ δέ­η­σίς σου. Λοι­πόν, κάνε γρήγορα καί πήγαινε». Ὁ δέ Ἅ­γιος χω­ρίς νά ἀρ­γο­πο­ρή­ση, β­γῆ­κε καί πῆ­γε στήν Καρ­θα­γέ­νη, πού σήμερα λέγεται Τού­νε­ζι. Καί βρίσκοντας ἐκεῖ τόν μο­να­χό Μᾶρ­κο τόν πνευ­μα­το­φό­ρο, πού τόν ἔστειλε ὁ Θεός πρός αὐτόν, ἔ­μει­νε κον­τά του τέσ­σε­ρα χρό­νια. Καί ἀ­πό ἐ­κεῖ ­πῆ­γε μα­ζί μέ τόν ἴ­διο Μᾶρ­κο στήν Ἀν­τι­ό­χεια, καί «με­γά­λως ἐ­κεῖ ἐ­θαυ­μα­στώ­θη». Ἔπειτα πα­ρα­κι­νούμενος ἀ­πό μί­α θε­ϊ­κή ὀ­πτα­σί­α ­πού εἶ­δε, ­πῆ­γε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, καί ἐ­κεῖ γί­νε­ται Δι­ά­κο­νος ἀ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πο τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων Μα­κά­ριο. Ἔ­πει­τα ἀ­πό ἐ­κεῖ πῆ­γε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι καί ἐμ­φα­νί­σθηκε στόν τό­τε Πα­τριά­ρχη Γε­ώρ­γι­ο[2]. Ἐ­πει­δή ὅμως τό­τε συ­γ­κρο­τή­θηκε ἐ­κεῖ Σύ­νο­δος κα­τά τοῦ Σερ­γί­ου καί τοῦ Πύρ­ρου καί τοῦ Παύ­λου, τῶν Μο­νο­θε­λη­τῶν, συνελήφθη μέ αὐ­τούς ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ριος καί ἔ­λεγ­ξε ἀρκετά τήν φρε­νο­βλά­βεια αὐτῶν. Καί τό­σο πολ­ύ δια­φη­μί­σθηκε ὁ Ἅ­γιος, ὥ­στε ἡ φή­μη του ἔ­φθα­σε μέχρι καί στά αὐτιά τοῦ βα­σι­λιᾶ. Ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι λοιπόν ­γύ­ρι­σε στήν Ρώ­μη. Καί ἐ­κεῖ χει­ρο­το­νεῖ­ται Ἐ­πί­σκο­πος τῆς πα­τρί­δας του Ἀ­κρα­γάν­των, ἀφοῦ διέλαμψε στήν Ἐκ­κλη­σία ἐ­κεί­νη καί ἔκανε θαύ­μα­τα καί στόλισε τό τῆς Ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης ἀ­ξί­ω­μα. Ὁπότε ὁ Σε­βί­νος καί ὁ Κρη­σκεν­τῖνος καί οἱ σύν­τρο­φοι τους, φθο­νή­σαν­τες τόν Ἅ­γιο, ἀμέτρητους πει­ρα­σμούς ξε­σή­κω­σαν ἐναντίον του καί πλάθοντας ἐγ­κλή­μα­τα σέ βάρος του, τόν ­κα­τη­γο­ροῦσαν στόν Πά­πα τῆς Ρώ­μης. Ἐκεῖνος, ἐπειδή ἐξαπατήθηκε ἀπό τά ψεύτικα λόγια ἐκείνων, ἔ­κλει­σε τόν Ἅ­γιο στήν φυ­λα­κή δυόμισυ χρό­νια.

Στήν συνέχεια μέ βασιλική διαταγή β­γαί­νει ὁ Ἅ­γιος ἀ­πό τήν φυ­λα­κή, γιά νά κρι­θῆ μέ τούς κα­τη­γό­ρους του. Τό­τε δέ ἔ­γι­ναν τά πα­ρά­δο­ξα ἐ­κεῖ­να ση­μεῖ­α τῶν ξύ­λων καί τῶν κάρ­βου­νων, μέ τά ὁποῖα δόξαζε ὁ Θεός τόν δικό του ὑπηρέτη. Δι­ό­τι τά πρό­σω­πα τῶν μια­ρῶν ἐ­κεί­νων καί ἀ­νόσι­ων κα­τη­γό­ρων τοῦ Ἁ­γί­ου, ­σκε­πά­σθηκαν μέ μαῦ­ρο σύ­ννε­φο καί κα­τα­μαύ­ρι­σαν, ὥ­στε μέχρι καί σή­με­ρα, ἀπό τήν γεννιά ἐκείνων ὅσοι κατά-γονται, φαί­νον­ται τά πρό­σω­πα ἐ­κεί­νων ­ση­μει­ω­μέ­να καί ­με­λα­νω­μέ­να. Ἀλ­λά καί ἡ κό­ρη ἐ­κεί­νη, πού ἀ­πα­τή­θηκε ἀ­πό αὐ­τούς, ἀ­φοῦ ἀρ­κε­τά ­παι­δεύ­θηκε ἀ­πό ἕ­να ὀ­λέ­θριο δαι­μό­νιο, στό τέλος θεραπεύθηκε ἀ­πό τόν Ἅ­γιο μ­προ­στά στόν λα­ό.

 Ὁ δέ Ἅ­γιος γύ­ρι­σε πά­λιν στήν πα­τρί­δα καί ἐ­παρ­χί­α του μέ μεγα-λοπρέπεια κάνοντας ση­μεῖ­α καί θαύ­μα­τα με­γα­λύτε­ρα ἀ­πό τά πρῶ­τα. Ἔτσι λοι­πόν ἀ­φοῦ ἔ­ζη­σε πολλά χρό­νια ὁ θεῖ­ος Πα­τήρ καί ἔφθασε σέ βα­θύ­τα­το γῆ­ρας, πρός τόν Κύ­ριο ἐ­ξε­δή­μη­σε.



[1] Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι ὁ μέν Θε­ο­δώ­ρη­τος, στό ε΄ βι­βλίο, κεφ. ιστ­΄, τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας, λέ­ει, ὅ­τι ὁ θεῖ­ος Ἀμ­φι­λό­χιος δέν χαι­ρέ­τι­σε τόν Ἀρ­κά­διο. Ὁ δέ Σῳ­ζό­με­νος, στό ζ΄ βι­βλίο, κεφ. στ­΄, τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας, λέ­ει, ὅ­τι εἶ­πε τά ἑξῆς στόν Ἀρ­κά­διο, σάν σέ νή­πιο· «Χαῖ­ρε τέ­κνον, τῷ δα­κτύ­λῳ σαί­νων». Πρός αὐτόν τόν μέ­γα Ἀμ­φι­λό­χιο, πού ρώτησε,  ἀ­πέ­στει­λε ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τά εἴ­κο­σι ἑ­πτά κε­φά­λαι­α τά πε­ρί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Γρά­φει δέ ὁ θεῖ­ος Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος στόν κατάλογο τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν Συγ­γρα­φέ­ων, ὅ­τι ὁ Ἅ­γιος αὐ­τός Ἀμ­φι­λό­χιος ἔ­φθα­σε σέ τό­ση ἁ­γι­ό­τη­τα καί παι­δεί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κή καί ἐ­σω­τε­ρι­κή, ὥ­στε νά συγ­κρί­νε­ται μέ τόν Μέ­γα Βα­σί­λει­ο καί τόν Γρη­γό­ριο τόν Θε­ο­λό­γο, μα­ζί μέ τούς ὁ­ποί­ους ­πῆ­γε καί στήν ἐ­ρη­μι­κή ζωή καί ἦταν φί­λος μέ αὐ­τούς. Ὅσο γιά τά βι­βλί­α τοῦ Ἁ­γί­ου αὐτοῦ,πού εἶναι γε­μᾶ­τα ἀ­πό γνῶ­μες φι­λο­σο­φι­κές, εἶ­πε τά ἑξῆς λό­για ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος πού ἀναφέρθηκε· «Δέν γνωρίζεις τί νά θαυμάσης πρῶτα ἀπό αὐτά· τήν παιδεία αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα ἤ τήν καλή γνῶσι τῶν θεί­ων Γρα­φῶν!» (στόν α΄ τό­μο τοῦ Με­λε­τί­ου, σελ. 418).

 [2] Αὐτός φαί­νε­ται, ὅ­τι εἶ­ναι αὐτός πού  ἑ­ορ­τάζεται κα­τά τήν 18η Αὐ­γού­στου μέ τόν Ἰ­ω­άν­νη, Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως.

 Δι­ή­γη­σις ὀ­πτα­σί­ας Ἰ­ω­άν­νου τι­νός, πά­νυ ὠ­φέ­λι­μος.

 Ὑπῆρχε ἕ­νας ἄν­θρω­πος στά χρό­νια τοῦ βα­σι­λέ­ως Κων­σταν­τί­νου τοῦ Με­γά­λου, κατά τό ἔτος 330, ὀ­νο­μα­ζό­με­νος Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ὁποῖος ἦταν γνωστός στόν βασιλιά μέ τήν τέχνη πού ἐρ­γα­ζόταν. Αὐτός λοι­πόν ­περ­νοῦσε πρῶτα τήν ζω­ή του κα­κῶς καί ἄσεμνα, χω­ρίς νά βά­λη πο­τέ στόν νοῦ του ὅ­τι ὑπάρχει κό­λα­σις. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός, ­πού ὅλα τά οἰκονομεῖ καλά γιά τό συμ­φέ­ρον μας, αὐ­τός ἀφοῦ ἐμφανίσθηκε καί στήν ὀπτασία αὐτοῦ, ­δι­ώρ­θω­σε τήν ζωή του. Διότι αὐτός εἶδε μία φορά στό ὄ­νει­ρό του, ὅ­τι πρό­σφε­ρε στόν βα­σι­λιά Κων­σταν­τῖ­νο ἕ­να ἔρ­γο τῆς τέ­χνης του. Καί ἀπό αὐτό παίρνοντας θάρρος, μιλοῦσε μέ τόν βα­σι­λιά μέ πολύ θάρρος καί συ­νέ­χαι­ρε.

Στήν συνέχεια βλέ­πει τόν βα­σι­λιά, ­πού ­ξε­γύ­μνω­σε ἕ­να σπα­θί. Καί ἀφοῦ συμμάζεψε τά μαλ­λιά του, προσπαθοῦσε νά τόν ἀποκεφαλίση χω­ρίς ἔ­λε­ος. Ὁ δέ Ἰ­ω­άν­νης συνέχεια ἔσκυβε (ἔ­κλι­νε) τόν λαι­μό του, νο­μί­ζον­τας ὅ­τι παί­ζει τά­χα μέ τόν βα­σι­λιά. Τήν ὥ­ρα ὅ­μως πού ἔ­κανε αὐ­τό, ἀ­κού­ει τόν βα­σι­λιά νά τοῦ λέ­η μέ σο­βα­ρό­τη­τα· «Ὅ­ταν τό σπα­θί κα­τα­φά­η τίς τρί­χες σου, τό­τε ὁ λαι­μός σου θά γε­μί­ση ἀ­πό τό αἷ­μα σου». Τοῦ φά­νη­κε λοι­πόν, ὅ­τι κό­πη­κε ὁ λαι­μός του, καί, ὅ­ταν τό σπα­θί ἦλ­θε στό στῆ­θος, ἀ­γω­νι­ῶν­τας ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί φο­βού­με­νος, ζη­τοῦ­σε νά πά­ρη ἀ­πό κά­ποι­ον βο­ή­θεια. Ἀ­πό τόν φό­βο ὅ­μως καί τόν φρι­κτό ἐ­κεῖ­νο ἀ­γῶ­να ξύ­πνη­σε καί ἀ­φοῦ συ­νῆλ­θε, ὁ­λό­κλη­ρος στε­κό­ταν σα­στι­μέ­νος. Καί ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ στό σῶ­μα του, «σ’ εὐ­χα­ρι­στῶ ὄ­νει­ρο», ἔ­λε­γε, «δι­ό­τι αὐ­τόν τόν φο­βε­ρό ἀ­γῶνα μοῦ τόν πα­ρου­σί­α­σες μόνο ὡς φαν­τα­σί­α καί δέν ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κός καί ἀ­λη­θι­νός». Ὁ­πό­τε πα­ρέ­μει­νε πά­λι ὁ ἴ­διος ἀ­με­τα­νό­η­τος καί ἀ­δι­όρ­θω­τος.

     Ἀ­φοῦ ὅμως ­πέ­ρα­σε με­ρι­κός και­ρός, πέφτει σέ βαρειά ἀ­σθέ­νεια καί ἐ­πε­κα­λεῖ­το τήν τοῦ Θε­οῦ βο­ή­θεια. Τό­τε λοι­πόν βλέ­πει πά­λι, ὄ­χι στό ὄ­νει­ρό του, ἀλ­λά ὄντας σέ ἔκ­στα­σι, ὅ­τι ­πα­ρα­στεκόταν σέ ἕ­να βῆ­μα σε­κρε­τι­κό καί δι­κα­στι­κό. Ἔ­βλε­πε δέ καί ἕ­ναν φο­βε­ρώ­τα­το Βα­σι­λιά νά κάθεται σέ θρό­νο καί ντυ­μέ­νο βα­σι­λι­κή μαζί καί ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή στο­λή. Ἀ­πό δέ τά δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά του μέ­ρη, κά­θον­ταν με­ρι­κοί ἄν­δρες ἱ­ε­ρο­πρε­πεῖς καί σε­βά­σμιοι. Αὐ­τός δέ ἔ­βλε­πε, ὅτι ­στεκόταν ἀπό κάτω ἀ­πό ἐ­κεί­νους. Καί πρός μέν τά δε­ξιά τοῦ Βα­σι­λιᾶ, ἔ­βλε­πε, ὅτι ­στέ­κον­ταν μερικοί εὐ­νοῦ­χοι καί ὄμορφοι νέ­οι, ἐνῶ ἀ­πό τά ἀ­ρι­στε­ρά του ἔ­βλε­πε νά στέκεται ἕ­νας τα­πει­νό­τε­ρος καί κα­τα­δε­κτι­κώ­τε­ρος. Ἀ­πό τό πίσω μέ­ρος τοῦ Βα­σι­λιᾶ ἔ­βλε­πε ἕ­ναν λάκ­κο σκο­τει­νό­τα­το καί μαζί βα­θύ­τα­το, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί μόνο ἀ­πό τήν θε­ω­ρί­α του προ­ξε­νοῦ­σε ἀ­νεί­πω­το φό­βο καί ὀ­δύ­νη με­γά­λη. Τόν και­ρό λοι­πόν πού αὐ­τός στε­κό­ταν μέ φό­βο καί τρό­μο, τοῦ λέ­ει ὁ Βα­σι­λιάς πού κα­θό­ταν· «Ἄ­ρα­γε, νέ­ε μου, ξέ­ρεις ποι­ός εἶ­μαι ἐ­γώ;». Ὁ δέ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Γνω­ρί­ζω, Δέ­σπο­τα, ὅ­τι ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ σαρ­κω­θείς Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ καί Θε­ός, ὅ­πως μᾶς ἀ­να­φέ­ρουν οἱ θεῖ­ες Γρα­φές». Ὁ δέ Βα­σι­λιάς τοῦ λέ­ει· «Καί ἄν ἐ­σύ ἀ­πό τίς Γρα­φές μέ γνω­ρί­ζης, γνω­ρί­ζεις ἀ­κό­μη καί αὐ­τούς πού κά­θον­ται μα­ζί μου, πῶς λη­σμό­νη­σες τήν ἀπει­λή ἐ­κεί­νη, ­πού σοῦ ἔ­κα­νε πρίν ἀ­πό χρό­νια ὁ βα­σι­λιάς Κων­σταν­τῖ­νος; ἤ δέν κα­τα­λα­βαί­νεις αὐ­τό ­πού σοῦ λέ­ω»; Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Τό κα­τα­λα­βαί­νω, Δέ­σπο­τα . Καί ἀ­κό­μη τά λεί­ψα­να καί ἀ­πο­μει­νά­ρια τοῦ φό­βου ἐ­κεί­νου ἔ­χω στήν ψυ­χή μου». «Καί ἄν», εἶ­πε ὁ Βα­σι­λιάς, «τά ἀ­πο­μει­νά­ρια τοῦ φό­βου ἐ­κεί­νου ἔ­χης στήν ψυ­χή σου, πῶς ἐ­πι­μέ­νεις στά κα­κά; Λοι­πόν μά­θε μέ τήν δο­κι­μή, ὅ­τι ἐ­γώ ἤ­μουν, ­πού καί προ­η­γου­μέ­νως σοῦ προξένησε ἐκείνη τήν φο­βε­ρή δοκιμασία, καί ὄ­χι ὁ Κων­σταν­τῖ­νος». Καί μό­λις εἶ­πε αὐ­τά,φά­νη­κε ὅ­τι μέ νεῦ­μα μό­νον δι­έ­τα­ξε ὁ Βα­σι­λιάς νά ρί­ξουν οἱ πα­ρευ­ρι­σκό­με­νοι τόν Ἰ­ω­άν­νη στόν λάκ­κο πού φαι­νό­ταν ἀ­πό πί­σω. Κα­θώς λοι­πόν ἄρ­χι­σαν οἱ εὐ­νοῦ­χοι νά σπρώ­χνουν χω­ρίς ἔ­λε­ος τόν Ἰ­ω­άν­νη στόν λάκ­κο, ἀ­μέ­σως ἐ­κεῖ­νος κά­λε­σε σέ βο­ή­θεια τήν Θε­ο­τό­κο. Τό­τε νό­μι­σε ὅ­τι εἶ­δε ἐ­κεῖ τήν Θε­ο­τό­κο στό μέ­σον. Καί με­τά ἀ­πό αὐ­τά ἄ­κου­σε τόν Βα­σι­λιά νά λέ­η· «Ἀ­φῆ­στε τον νά πά­η ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως τῆς Μη­τέ­ρας μου». Μέ­χρις ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ ὀ­πτα­σί­α, πού εἶ­δε ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Αὐ­τός ὅ­μως τρό­μα­ξε ὁ­λό­κλη­ρος καί ἀ­φοῦ συ­νῆ­λθε πῆ­γε σέ ἕ­ναν εὐ­λα­βῆ Μο­να­χό καί τοῦ τήν δι­η­γή­θη­κε. Καί ὁ Μο­να­χός τοῦ εἶ­πε· «Δό­ξα­σε τόν Θε­ό, ἀ­δελ­φέ, πού ἀ­ξι­ώ­θη­κες νά λά­βης τέ­τοι­α δι­δα­σκα­λί­α. Καί λοι­πόν ξύ­πνη­σε, ἀ­γα­πη­τέ, μή­πως καί σύ πά­θης τά ὅ­μοι­α μέ ἐ­κεῖ­νον γιά τόν ὁ­ποῖ­ο πρό­κει­ται νᾶ σοῦ δι­η­γη­θῶ.

Μί­α πα­ρό­μοι­α ὀ­πτα­σί­α ­σάν τήν δι­κή σου, εἶ­δε ἕ­νας ἄν­θρω­πος. Δη­λα­δή εἶ­δε τόν πρῶ­το πού βρί­σκε­ται στά βα­σι­λι­κά σε­κρέ­τα καί δι­κα­στή­ρια, Γε­ώρ­γιο ὀ­νο­μα­ζό­με­νο, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ βί­α φε­ρό­με­νος δέ­σμιος γιά νά ρι­χθῆ μέ­σα σέ  ἕ­να φο­βε­ρό χά­σμα, ἦ­ταν γε­μᾶ­τος ἀ­πό φό­βο. Ἕ­νας ὅ­μω­ς ἀ­πό ἐ­κεί­νους πού τόν ἔ­φε­ραν, ἔ­χον­τας θάρ­ρος στόν βα­σι­λιά, κρά­τη­σε ἐ­κεί­νους πού τόν ἔ­φε­ραν στό χά­σμα καί τούς πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν ἀ­φή­σουν, ἐγ­γυ­ώ­με­νος ὅ­τι σέ εἴ­κο­σι μέ­ρες θά δι­ορ­θω­θῆ. Ἀ­φοῦ λοι­πόν ὁ Γε­ώρ­γιος ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κε μέ τήν ἐγ­γύ­η­σι αὐ­τή καί βο­ή­θεια, πῆ­γε ἐ­κεῖ­νος ­πού εἶ­δε τήν ὀ­πτα­σί­α, καί κα­τά­λα­βε τί φα­νε­ρώ­νει, καί τήν φα­νέ­ρω­σε στόν Γε­ώρ­γιο ἐ­κεῖ­νο, ­πού συ­ρό­ταν στό χά­σμα. Δι­ό­τι τοῦ ἦ­ταν φί­λος καί γνω­στός. Ὁ Γε­ώρ­γιος ὅ­μως ὅ­ταν τά ἄ­κου­σε αὐ­τά, δέν τά ὑ­πο­λό­γι­σε κα­θό­λου, ὁ­πό­τε πα­ρέμε­ι­νε ὁ δυ­στυ­χής ἀ­δ­ιόρ­θω­τος. Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σαν ὅ­μως οἱ εἴ­κο­σι μέρ­ες, ἁρ­πά­χθη­κε ἀ­πό τήν ζω­ή αὐ­τή, ἀλ­λοί­μο­νο! καί πῆ­γε νά πλη­ρώ­ση τό χρέ­ος ­πού ὑ­πε­σχέ­θη­κε». Αὐ­τά σάν σέ προ­σθή­κη δη­γή­θη­κε ὁ μο­να­χός ἐ­κεῖ­νος πρός τόν Ἰ­ω­άν­νη. Ὁ δέ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­κού­ον­τας αὐ­τά­ καί ἔ­χον­τας ἀ­κό­μη στόν νοῦ του ζων­τα­νά ἐ­κεῖ­να τά φο­βε­ρά πού εἶ­δε, ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε χω­ρίς ντρο­πή ὅ­λα του τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα.  Καί ἀ­φοῦ ἄλ­λα­ξε τήν ζω­ή του πρός τό καλ­λί­τε­ρο, πέ­ρα­σε πολ­λά χρό­νια ζῶν­τας θε­ά­ρε­στα καί πο­λι­τευ­ό­με­νος θε­ά­ρε­στα. Καί ἔ­τσι πε­θαί­νον­τας, «ἀ­πῆλ­θεν εἰς τάς αἰ­ω­νί­ους μο­νάς».

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων Πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης