Τῷ αὐτῷ μηνί KΓ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἀμφιλοχίου Ἐπισκόπου Ἰκονίου.
Σταλείς Ἀμφιλόχιε νεκρῶν ἀμφίοις,
Λόχους σκεδάζεις καί νεκρός νοουμένους.
Εἰκάδι ἐν τριτάτῃ θάνατος λάβεν Ἀμφιλόχιον.
Αὐτός ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ πέρασε κάθε βαθμό ἐκκλησιαστικό καί ἔλαμψε μέ ἄσκησι καί θεία γνῶσι, προχειρίσθηκε Ἐπίσκοπος Ἰκονίου μέ τήν ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κοινοῦ λαοῦ, στά χρόνια τοῦ Οὐαλεντινιανοῦ καί τοῦ Οὐάλεντος. Ἔφθασε δέ καί μέχρι τά χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῶν υἱῶν του κατά τό ἔτος 374. Γενόμενος διδάσκαλος λοιπόν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, γενναῖα ἀντιστάθηκε ὁ ἀοίδιμος κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου καί τοῦ Μακεδονίου καί τοῦ Εὐνομίου. Καί ἀπό τήν αἰτία αὐτή πολλούς διωγμούς καί θλίψεις ἀπό τούς ἀσεβεῖς ὑπέμεινε. Αὐτός ἔγινε καί συναγωνιστής τῶν ἑκατόν πενῆντα Πατέρων, πού συναθ-ροίσθηκαν στήν Δεύτερη Οἰκουμενική Σύνοδο κατά τοῦ Μακεδονίου τοῦ Πνευματομάχου, ὄντας ἕνας ἀπό αὐτούς, κατά τό ἔτος 381. Ἀφοῦ δέ ὁ Μέγας Θεοδόσιος παρέδωσε τήν ἐξουσία τῶν δυτικῶν μερῶν τῆς Εὐρώπης στόν νέο Οὐαλεντινιανό καί κατέστρεψε τόν τύραννο Μάξιμο, ξαναγύρισε στήν Κωνσταντινούπολι. Τότε ὁ μέγας αὐτός Ἀμφιλόχιος, πῆγε στόν βασιλιά καί τόν παρακαλοῦσε νά διώξη τούς Ἀρειανούς. Ἐπειδή ὅμως αὐτός παραιτεῖτο ἀπό αὐτό, γι’ αὐτό βρῆκε μία μηχανή ὁ θαυμαστός αὐτός Πατήρ, μέ τήν ὁποία μπόρεσε νά καταπείση τόν βασιλιά.
Πηγαίνοντας, δηλαδή, στά βασίλεια, τόν μέν Θεοδόσιο ὡς βασιλιά τόν χαιρέτισε, τόν δέ υἱό του Ἀρκάδιο, τόν τότε δέ μόλις χειροτονηθέντα βασιλιά, μέ κατώτερο τρόπο τόν χαιρέτισε[1]. Τότε ὁ Θεοδόσιος ὠργι-σμένος γι’ αὐτό, ὠνόμαζε δική του ἀτιμία τήν ἀτιμία τοῦ υἱοῦ του.Τότε ὁ Ἅγιος σοφώτατα φανερώνει τό δρᾶμα καί λέει· «Βλέπεις, βασιλιά, ὅτι δέν ὑποφέρεις τήν ἀτιμία τοῦ υἱοῦ σου, ἀλλά ὀργίζεσαι; Πίστευε λοιπόν, ὅτι καί ὁ Θεός καί Πατήρ, παρόμοια ἀποστρέφεται καί μισεῖ ἐκείνους, πού βλασφημοῦν τόν Υἱό του, καί λένε, ὅτι αὐτός εἶναι κατώτερος ἀπό τόν Πατέρα». Τότε ἀφοῦ ἀντιλήφθηκε τό πρᾶγμα ὁ βασιλιάς, ἔγραψε ἀμέσως νόμο νά διώκωνται οἱ αἱρετικοί μακριά ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Αὐτός λοιπόν ὁ ἀοίδιμος Ἀμφιλόχιος, γιά πολλά χρόνια, ἀφοῦ ποίμανε τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καί σύνταξε λόγους Ὀρθοδόξους καί ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας, «ἀνεπαύθη ἐν εἰρήνῃ». (Τόν ἀναλυτικό Βίο του βλέπε στό Ἐκλόγιο. Τόν συνέγραψε δέ αὐτόν ἑλληνικά ὁ Μεταφραστής, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Καί τί τῶν καλῶν ἔσται». Σώζεται στήν τῶν Ἰβήρων καί σέ ἄλλες καί ίδιαίτερα στήν Λαύρα).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἐπισκόπου τῆς Ἀκραγαντίνων Ἐκκλησίας.
Ἐξ Ἀκραγάντων πρός Θεόν χωρεῖς Λόγον,
Τόν ἄκρα γῆς κρίνοντα παμμάκαρ πάτερ.
Αὐτός ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ τοῦ δευτέρου, ὁ ὁποῖος λεγόταν καί ρινότμητος, κατά τό ἔτος 685. Καταγόταν ἀπό τήν πόλι Ἀκράγαντα, πού βρίσκεται στό νησί τῆς Σικελίας, υἱός ὄντας γονέων, πού λέγονταν Χαρίτωνας καί Θεοδότη, πού ἦταν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς, στολισμένοι μέ ὅλες τίς ἀρετές καί ζοῦσαν μέ λίγα ἀγαθά. Ὅταν δέ ὁ Ἅγιος ἦταν ὀκτώ ἐτῶν, παραδόθηκε ἀπό τούς γονεῖς του στό νά μαθαίνη τά ἱερά γράμματα. Καί τόσο σπουδαῖος καί ἄοκνος ἔγινε σ’ αὐτά, ὥστε θαυμαζόταν ἀπό ὅλους. Ὅταν ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν δεκαοκτώ ἐτῶν, δέχθηκε τήν σφραγίδα τοῦ κληρικοῦ, δηλαδή ἔγινε Ἀναγνώστης ἀπό τόν Ἅγιο Ποταμίωνα, ἐπειδή ἦταν πολύ κατάλληλος στήν ἀνάγνωσι ἐξ αἰτίας τῆς καλοφωνίας πού εἶχε. Μία δέ νύκτα, τήν ὥρα πού κοιμόταν ὁ Ἅγιος αὐτός, μπροστά στήν κλίνη τοῦ Ἀρχιδιακόνου Δαμιανοῦ, ἀκούει φωνή θείου Ἀγγέλου, πού τόν καλοῦσε γιά τρίτη φορά, ὅπως καί τόν Προφήτη Σαμουήλ καί ἔλεγε· «Γρηγόριε, εἰσακούσθηκε ἡ δέησίς σου. Λοιπόν, κάνε γρήγορα καί πήγαινε». Ὁ δέ Ἅγιος χωρίς νά ἀργοπορήση, βγῆκε καί πῆγε στήν Καρθαγένη, πού σήμερα λέγεται Τούνεζι. Καί βρίσκοντας ἐκεῖ τόν μοναχό Μᾶρκο τόν πνευματοφόρο, πού τόν ἔστειλε ὁ Θεός πρός αὐτόν, ἔμεινε κοντά του τέσσερα χρόνια. Καί ἀπό ἐκεῖ πῆγε μαζί μέ τόν ἴδιο Μᾶρκο στήν Ἀντιόχεια, καί «μεγάλως ἐκεῖ ἐθαυμαστώθη». Ἔπειτα παρακινούμενος ἀπό μία θεϊκή ὀπτασία πού εἶδε, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα, καί ἐκεῖ γίνεται Διάκονος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῶν Ἱεροσολύμων Μακάριο. Ἔπειτα ἀπό ἐκεῖ πῆγε στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐμφανίσθηκε στόν τότε Πατριάρχη Γεώργιο[2]. Ἐπειδή ὅμως τότε συγκροτήθηκε ἐκεῖ Σύνοδος κατά τοῦ Σεργίου καί τοῦ Πύρρου καί τοῦ Παύλου, τῶν Μονοθελητῶν, συνελήφθη μέ αὐτούς ὁ θεῖος Γρηγόριος καί ἔλεγξε ἀρκετά τήν φρενοβλάβεια αὐτῶν. Καί τόσο πολύ διαφημίσθηκε ὁ Ἅγιος, ὥστε ἡ φήμη του ἔφθασε μέχρι καί στά αὐτιά τοῦ βασιλιᾶ. Ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι λοιπόν γύρισε στήν Ρώμη. Καί ἐκεῖ χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδας του Ἀκραγάντων, ἀφοῦ διέλαμψε στήν Ἐκκλησία ἐκείνη καί ἔκανε θαύματα καί στόλισε τό τῆς Ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα. Ὁπότε ὁ Σεβίνος καί ὁ Κρησκεντῖνος καί οἱ σύντροφοι τους, φθονήσαντες τόν Ἅγιο, ἀμέτρητους πειρασμούς ξεσήκωσαν ἐναντίον του καί πλάθοντας ἐγκλήματα σέ βάρος του, τόν κατηγοροῦσαν στόν Πάπα τῆς Ρώμης. Ἐκεῖνος, ἐπειδή ἐξαπατήθηκε ἀπό τά ψεύτικα λόγια ἐκείνων, ἔκλεισε τόν Ἅγιο στήν φυλακή δυόμισυ χρόνια.
Στήν συνέχεια μέ βασιλική διαταγή βγαίνει ὁ Ἅγιος ἀπό τήν φυλακή, γιά νά κριθῆ μέ τούς κατηγόρους του. Τότε δέ ἔγιναν τά παράδοξα ἐκεῖνα σημεῖα τῶν ξύλων καί τῶν κάρβουνων, μέ τά ὁποῖα δόξαζε ὁ Θεός τόν δικό του ὑπηρέτη. Διότι τά πρόσωπα τῶν μιαρῶν ἐκείνων καί ἀνόσιων κατηγόρων τοῦ Ἁγίου, σκεπάσθηκαν μέ μαῦρο σύννεφο καί καταμαύρισαν, ὥστε μέχρι καί σήμερα, ἀπό τήν γεννιά ἐκείνων ὅσοι κατά-γονται, φαίνονται τά πρόσωπα ἐκείνων σημειωμένα καί μελανωμένα. Ἀλλά καί ἡ κόρη ἐκείνη, πού ἀπατήθηκε ἀπό αὐτούς, ἀφοῦ ἀρκετά παιδεύθηκε ἀπό ἕνα ὀλέθριο δαιμόνιο, στό τέλος θεραπεύθηκε ἀπό τόν Ἅγιο μπροστά στόν λαό.
Ὁ δέ Ἅγιος γύρισε πάλιν στήν πατρίδα καί ἐπαρχία του μέ μεγα-λοπρέπεια κάνοντας σημεῖα καί θαύματα μεγαλύτερα ἀπό τά πρῶτα. Ἔτσι λοιπόν ἀφοῦ ἔζησε πολλά χρόνια ὁ θεῖος Πατήρ καί ἔφθασε σέ βαθύτατο γῆρας, πρός τόν Κύριο ἐξεδήμησε.
[1] Σημείωσε, ὅτι ὁ μέν Θεοδώρητος, στό ε΄ βιβλίο, κεφ. ιστ΄, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, λέει, ὅτι ὁ θεῖος Ἀμφιλόχιος δέν χαιρέτισε τόν Ἀρκάδιο. Ὁ δέ Σῳζόμενος, στό ζ΄ βιβλίο, κεφ. στ΄, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, λέει, ὅτι εἶπε τά ἑξῆς στόν Ἀρκάδιο, σάν σέ νήπιο· «Χαῖρε τέκνον, τῷ δακτύλῳ σαίνων». Πρός αὐτόν τόν μέγα Ἀμφιλόχιο, πού ρώτησε, ἀπέστειλε ὁ Μέγας Βασίλειος τά εἴκοσι ἑπτά κεφάλαια τά περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γράφει δέ ὁ θεῖος Ἱερώνυμος στόν κατάλογο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ὅτι ὁ Ἅγιος αὐτός Ἀμφιλόχιος ἔφθασε σέ τόση ἁγιότητα καί παιδεία ἐξωτερική καί ἐσωτερική, ὥστε νά συγκρίνεται μέ τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, μαζί μέ τούς ὁποίους πῆγε καί στήν ἐρημική ζωή καί ἦταν φίλος μέ αὐτούς. Ὅσο γιά τά βιβλία τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ,πού εἶναι γεμᾶτα ἀπό γνῶμες φιλοσοφικές, εἶπε τά ἑξῆς λόγια ὁ Ἱερώνυμος πού ἀναφέρθηκε· «Δέν γνωρίζεις τί νά θαυμάσης πρῶτα ἀπό αὐτά· τήν παιδεία αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα ἤ τήν καλή γνῶσι τῶν θείων Γραφῶν!» (στόν α΄ τόμο τοῦ Μελετίου, σελ. 418).
[2] Αὐτός φαίνεται, ὅτι εἶναι αὐτός πού ἑορτάζεται κατά τήν 18η Αὐγούστου μέ τόν Ἰωάννη, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Διήγησις ὀπτασίας Ἰωάννου τινός, πάνυ ὠφέλιμος.
Ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος στά χρόνια τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, κατά τό ἔτος 330, ὀνομαζόμενος Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἦταν γνωστός στόν βασιλιά μέ τήν τέχνη πού ἐργαζόταν. Αὐτός λοιπόν περνοῦσε πρῶτα τήν ζωή του κακῶς καί ἄσεμνα, χωρίς νά βάλη ποτέ στόν νοῦ του ὅτι ὑπάρχει κόλασις. Ἀλλά ὁ Θεός, πού ὅλα τά οἰκονομεῖ καλά γιά τό συμφέρον μας, αὐτός ἀφοῦ ἐμφανίσθηκε καί στήν ὀπτασία αὐτοῦ, διώρθωσε τήν ζωή του. Διότι αὐτός εἶδε μία φορά στό ὄνειρό του, ὅτι πρόσφερε στόν βασιλιά Κωνσταντῖνο ἕνα ἔργο τῆς τέχνης του. Καί ἀπό αὐτό παίρνοντας θάρρος, μιλοῦσε μέ τόν βασιλιά μέ πολύ θάρρος καί συνέχαιρε.
Στήν συνέχεια βλέπει τόν βασιλιά, πού ξεγύμνωσε ἕνα σπαθί. Καί ἀφοῦ συμμάζεψε τά μαλλιά του, προσπαθοῦσε νά τόν ἀποκεφαλίση χωρίς ἔλεος. Ὁ δέ Ἰωάννης συνέχεια ἔσκυβε (ἔκλινε) τόν λαιμό του, νομίζοντας ὅτι παίζει τάχα μέ τόν βασιλιά. Τήν ὥρα ὅμως πού ἔκανε αὐτό, ἀκούει τόν βασιλιά νά τοῦ λέη μέ σοβαρότητα· «Ὅταν τό σπαθί καταφάη τίς τρίχες σου, τότε ὁ λαιμός σου θά γεμίση ἀπό τό αἷμα σου». Τοῦ φάνηκε λοιπόν, ὅτι κόπηκε ὁ λαιμός του, καί, ὅταν τό σπαθί ἦλθε στό στῆθος, ἀγωνιῶντας ὁ Ἰωάννης καί φοβούμενος, ζητοῦσε νά πάρη ἀπό κάποιον βοήθεια. Ἀπό τόν φόβο ὅμως καί τόν φρικτό ἐκεῖνο ἀγῶνα ξύπνησε καί ἀφοῦ συνῆλθε, ὁλόκληρος στεκόταν σαστιμένος. Καί ἀφοῦ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στό σῶμα του, «σ’ εὐχαριστῶ ὄνειρο», ἔλεγε, «διότι αὐτόν τόν φοβερό ἀγῶνα μοῦ τόν παρουσίασες μόνο ὡς φαντασία καί δέν ἦταν πραγματικός καί ἀληθινός». Ὁπότε παρέμεινε πάλι ὁ ἴδιος ἀμετανόητος καί ἀδιόρθωτος.
Ἀφοῦ ὅμως πέρασε μερικός καιρός, πέφτει σέ βαρειά ἀσθένεια καί ἐπεκαλεῖτο τήν τοῦ Θεοῦ βοήθεια. Τότε λοιπόν βλέπει πάλι, ὄχι στό ὄνειρό του, ἀλλά ὄντας σέ ἔκστασι, ὅτι παραστεκόταν σέ ἕνα βῆμα σεκρετικό καί δικαστικό. Ἔβλεπε δέ καί ἕναν φοβερώτατο Βασιλιά νά κάθεται σέ θρόνο καί ντυμένο βασιλική μαζί καί ἀρχιερατική στολή. Ἀπό δέ τά δεξιά καί ἀριστερά του μέρη, κάθονταν μερικοί ἄνδρες ἱεροπρεπεῖς καί σεβάσμιοι. Αὐτός δέ ἔβλεπε, ὅτι στεκόταν ἀπό κάτω ἀπό ἐκείνους. Καί πρός μέν τά δεξιά τοῦ Βασιλιᾶ, ἔβλεπε, ὅτι στέκονταν μερικοί εὐνοῦχοι καί ὄμορφοι νέοι, ἐνῶ ἀπό τά ἀριστερά του ἔβλεπε νά στέκεται ἕνας ταπεινότερος καί καταδεκτικώτερος. Ἀπό τό πίσω μέρος τοῦ Βασιλιᾶ ἔβλεπε ἕναν λάκκο σκοτεινότατο καί μαζί βαθύτατο, ὁ ὁποῖος καί μόνο ἀπό τήν θεωρία του προξενοῦσε ἀνείπωτο φόβο καί ὀδύνη μεγάλη. Τόν καιρό λοιπόν πού αὐτός στεκόταν μέ φόβο καί τρόμο, τοῦ λέει ὁ Βασιλιάς πού καθόταν· «Ἄραγε, νέε μου, ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ;». Ὁ δέ Ἰωάννης ἀποκρίθηκε· «Γνωρίζω, Δέσποτα, ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός, ὅπως μᾶς ἀναφέρουν οἱ θεῖες Γραφές». Ὁ δέ Βασιλιάς τοῦ λέει· «Καί ἄν ἐσύ ἀπό τίς Γραφές μέ γνωρίζης, γνωρίζεις ἀκόμη καί αὐτούς πού κάθονται μαζί μου, πῶς λησμόνησες τήν ἀπειλή ἐκείνη, πού σοῦ ἔκανε πρίν ἀπό χρόνια ὁ βασιλιάς Κωνσταντῖνος; ἤ δέν καταλαβαίνεις αὐτό πού σοῦ λέω»; Ὁ Ἰωάννης ἀποκρίθηκε· «Τό καταλαβαίνω, Δέσποτα . Καί ἀκόμη τά λείψανα καί ἀπομεινάρια τοῦ φόβου ἐκείνου ἔχω στήν ψυχή μου». «Καί ἄν», εἶπε ὁ Βασιλιάς, «τά ἀπομεινάρια τοῦ φόβου ἐκείνου ἔχης στήν ψυχή σου, πῶς ἐπιμένεις στά κακά; Λοιπόν μάθε μέ τήν δοκιμή, ὅτι ἐγώ ἤμουν, πού καί προηγουμένως σοῦ προξένησε ἐκείνη τήν φοβερή δοκιμασία, καί ὄχι ὁ Κωνσταντῖνος». Καί μόλις εἶπε αὐτά,φάνηκε ὅτι μέ νεῦμα μόνον διέταξε ὁ Βασιλιάς νά ρίξουν οἱ παρευρισκόμενοι τόν Ἰωάννη στόν λάκκο πού φαινόταν ἀπό πίσω. Καθώς λοιπόν ἄρχισαν οἱ εὐνοῦχοι νά σπρώχνουν χωρίς ἔλεος τόν Ἰωάννη στόν λάκκο, ἀμέσως ἐκεῖνος κάλεσε σέ βοήθεια τήν Θεοτόκο. Τότε νόμισε ὅτι εἶδε ἐκεῖ τήν Θεοτόκο στό μέσον. Καί μετά ἀπό αὐτά ἄκουσε τόν Βασιλιά νά λέη· «Ἀφῆστε τον νά πάη ἐξ αἰτίας τῆς παρακλήσεως τῆς Μητέρας μου». Μέχρις ἐδῶ εἶναι ἡ ὀπτασία, πού εἶδε ὁ Ἰωάννης. Αὐτός ὅμως τρόμαξε ὁλόκληρος καί ἀφοῦ συνῆλθε πῆγε σέ ἕναν εὐλαβῆ Μοναχό καί τοῦ τήν διηγήθηκε. Καί ὁ Μοναχός τοῦ εἶπε· «Δόξασε τόν Θεό, ἀδελφέ, πού ἀξιώθηκες νά λάβης τέτοια διδασκαλία. Καί λοιπόν ξύπνησε, ἀγαπητέ, μήπως καί σύ πάθης τά ὅμοια μέ ἐκεῖνον γιά τόν ὁποῖο πρόκειται νᾶ σοῦ διηγηθῶ.
Μία παρόμοια ὀπτασία σάν τήν δική σου, εἶδε ἕνας ἄνθρωπος. Δηλαδή εἶδε τόν πρῶτο πού βρίσκεται στά βασιλικά σεκρέτα καί δικαστήρια, Γεώργιο ὀνομαζόμενο, ὁ ὁποῖος μέ βία φερόμενος δέσμιος γιά νά ριχθῆ μέσα σέ ἕνα φοβερό χάσμα, ἦταν γεμᾶτος ἀπό φόβο. Ἕνας ὅμως ἀπό ἐκείνους πού τόν ἔφεραν, ἔχοντας θάρρος στόν βασιλιά, κράτησε ἐκείνους πού τόν ἔφεραν στό χάσμα καί τούς παρακαλοῦσε νά τόν ἀφήσουν, ἐγγυώμενος ὅτι σέ εἴκοσι μέρες θά διορθωθῆ. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Γεώργιος ἐλευθερώθηκε μέ τήν ἐγγύησι αὐτή καί βοήθεια, πῆγε ἐκεῖνος πού εἶδε τήν ὀπτασία, καί κατάλαβε τί φανερώνει, καί τήν φανέρωσε στόν Γεώργιο ἐκεῖνο, πού συρόταν στό χάσμα. Διότι τοῦ ἦταν φίλος καί γνωστός. Ὁ Γεώργιος ὅμως ὅταν τά ἄκουσε αὐτά, δέν τά ὑπολόγισε καθόλου, ὁπότε παρέμεινε ὁ δυστυχής ἀδιόρθωτος. Ἀφοῦ πέρασαν ὅμως οἱ εἴκοσι μέρες, ἁρπάχθηκε ἀπό τήν ζωή αὐτή, ἀλλοίμονο! καί πῆγε νά πληρώση τό χρέος πού ὑπεσχέθηκε». Αὐτά σάν σέ προσθήκη δηγήθηκε ὁ μοναχός ἐκεῖνος πρός τόν Ἰωάννη. Ὁ δέ Ἰωάννης ἀκούοντας αὐτά καί ἔχοντας ἀκόμη στόν νοῦ του ζωντανά ἐκεῖνα τά φοβερά πού εἶδε, ἐξωμολογήθηκε χωρίς ντροπή ὅλα του τά ἁμαρτήματα. Καί ἀφοῦ ἄλλαξε τήν ζωή του πρός τό καλλίτερο, πέρασε πολλά χρόνια ζῶντας θεάρεστα καί πολιτευόμενος θεάρεστα. Καί ἔτσι πεθαίνοντας, «ἀπῆλθεν εἰς τάς αἰωνίους μονάς».
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων Πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.